Εκεί όπου ακούστηκαν για πρώτη φορά το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», το «Βάρκα Γιαλό», το «Λιτανεία του Μάγκα» Φτωχαδάκια, μαυραγορίτες και αγωνιστές έβρισκαν αγαλλίαση ακούγοντας τα άγνωστα ακόμη τραγούδια του Τσιτσάνη… Το 1941 ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ζωή Σαμαρά, αλλά δυστυχώς οι νιόπαντροι δεν έζησαν
ευχάριστα το μήνα του μέλιτος. Ήταν η εποχή της δυσβάσταχτης πείνας και φτώχειας που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τους Γερμανούς.
ευχάριστα το μήνα του μέλιτος. Ήταν η εποχή της δυσβάσταχτης πείνας και φτώχειας που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τους Γερμανούς.
Για να επιβιώσει, ο Τσιτσάνης άνοιξε το 1942 ένα μαγαζί. Σε συνεργασία με τον κουνιάδο του, Ανδρέα, αγόρασε ένα κτίριο στην οδό Παύλου Μελά, στο οποίο έδωσε το όνομα «Ουζερί Τσιτσάνης». Ήταν μικρό και λιτό. Χωρούσε μόλις 10 τραπέζια, τα οποία όμως γέμιζαν κάθε βράδυ που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…
Στο μαγαζί του σέρβιρε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα, τα αποθέματα το οποίων ήταν λιγοστά. Δεν μπορούσε φυσικά να ανταγωνιστεί τα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα, που ανήκαν σε πλούσιους συνεργάτες των Γερμανών και στα οποία σύχναζαν μαυραγορίτες και δοσίλογοι. Οι πελάτες αυτών των μαγαζιών έτρωγαν ψητά αρνιά, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες πέθαιναν από την πείνα.
Βέβαια και στο μαγαζί του συνθέτη πέρναγαν μαυραγορίτες, αλλά και πατριώτες αντιστασιακοί.
Φτωχαδάκια, ματσωμένοι αλλά και ο Ν. Μουσχουντής, ο αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης που διαδραμάτισε ύποπτο ρόλο στην υπόθεση Πολκ. Ήταν κουμπάρος του Τσιτσάνη και μέγας θαυμαστής της καλής ρεμπέτικης μουσικής.
Οι Γερμανοί, ίσως επειδή δεν ήταν συνηθισμένοι στην ελληνική μουσική, δεν επισκέπτονταν το κέντρο του. Περνούσαν μόνο για λίγα λεπτά, να σιγουρευτούν ότι όλα κυλούσαν ήρεμα, να πιουν μια κερασμένη μπύρα και μετά έφευγαν.
Άλλωστε, στη Θεσσαλονίκη η αποστολή τους ήταν να εξοντώσουν τους Έλληνες εβραϊκής καταγωγής, ανάμεσα τους και κάποιους φίλους ή γνωστούς του Τσιτσάνη. Μέσα σε αυτό το μαγαζί, ακούστηκαν για πρώτη φορά ορισμένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Τσιτσάνη, εμπνευσμένα από τις αγωνίες και τη δύσκολη ζωή των καθημερινών ανθρώπων.
Ορισμένα από αυτά ήταν το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», το «Βάρκα Γιαλό», το «Λιτανεία του Μάγκα». Τα έσοδα απ’ το μαγαζί ήταν λίγα, γι’ αυτό ο Τσιτσάνης αναγκαζόταν να τραγουδά και σε μεγαλύτερα κέντρα, που του προσέφεραν καλύτερη αμοιβή. Τις μεγάλες γιορτές, όπως την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα και τις απόκριες, ο Τσιτσάνης τις περνούσε μακριά απ’ το δικό του ουζερί….
Οι περιοδείες του Τσιτσάνη
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν από την εισβολή των Γερμανών και την κατοχή, ο συνθέτης επισκέφθηκε με το μπουζούκι του νοσοκομεία, όπου νοσηλεύονταν τραυματίες του πολέμου και τους έκανε «καντάδες».
Ο συγγραφέας Τάσος Κουτσοθανάσης διηγήθηκε στη «Μηχανή του Χρόνου», ότι όταν ο Τσιτσάνης τραγουδούσε το «Φαντάρος», ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός των πληγωμένων στρατιωτών, που σηκώνονταν απ’ τα κρεβάτια να χορέψουν. Δεν ησύχαζαν, μέχρι που έμπαινε στο δωμάτιο ο αξιωματικός και τους διέταζε να επιστρέψουν στην κλίνη τους.
Κατά την κατοχή ο Τσιτσάνης εμπνεύσθηκε τα κομμάτια που ηχογράφησε το 1946, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Αλλά πριν ακόμα ηχογραφηθούν, τα τραγούδια είχαν κάνει το γύρω της χώρας και ακούγονταν παντού. Η μουσική του Τσιτσάνη μεταδίδονταν σαν ίωση. Δεν τη σταμάταγε τίποτα.
Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν στη Θεσσαλονίκη, μετέφεραν τους στίχους και τη μουσική του σε πολλές περιοχές της χώρας. Όταν πια κυκλοφόρησαν το 1946, έφθασαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Διαβάστε την ιστορία του μαγαζιού του Τσιτσάνη και της εποχής στο βιβλίο «Ουζερί Τσιτσάνης» του Γ. Σκαμπαρδώνη. ΠΗΓΗ