4/10/1999 ΤΕΜΠΗ:
Το τουριστικό λεωφορείο της εταιρείας "Relax Travel" στο οποίο επέβαιναν 77 οπαδοί μας, συγκρούστηκε με διερχόμενο φορτηγάκι και ανατράπηκε πέφτοντας σε χαντάκι.Από τα συντρίμμια του λεωφορείου ανασύρθηκαν νεκροί οι Χαράλαμπος Ζαπουνίδης 20 χρόνων, Δημήτριος Ανδρεαδάκης 25 χρόνων, Χριστίνα Τζιόβα 18 χρόνων, Αναστάσιος Θέμελης 22 χρόνων, Γεώργιος Γκανάτσιος 22 χρόνων, Κυριάκος Λαζαρίδης 17 χρόνων,μέλη και τα έξι αδικοχαμένα Αδέρφια, του Συνδέσμου Φίλων Π.Α.Ο.Κ. Κορδελιού.Νεκρός ανασύρθηκε επίσης και ο οδηγός του φορτηγού.Ο Δικέφαλος είχε αποσπάσει ισοπαλία με γκολ του Τζο Νάγκμπε στο 78 λεπτό και οι οπαδοί του αποχωρούσαν με το χαμόγελο στα χείλη από το ΟΑΚΑ. Όλα αυτά όμως, σταμάτησαν στις 4:30 τα χαράματα, δύο χιλιόμετρα μακριά από τα διόδια των Τεμπών.
Λίγη ώρα νωρίτερα, στο Βελεστίνο έγινε στάση όπου αποβιβάστηκαν ορισμένοι οπαδοί μας και σύμφωνα με τον οδηγό το λεωφορείο ανέλαβε να το οδηγήσει ο 19χρονος φαντάρος , γιος του ιδιοκτήτη του λεωφορείου. Δύο χιλιόμετρα πριν από τα διόδια Τεμπών, το λεωφορείο, προσπάθησε να προσπεράσει προπορευόμενο όχημα με αποτέλεσμα να βρεθεί στο αντίθετο ρεύμα και να συγκρουστεί με φορτηγό που κατευθυνόταν προς τη Λάρισα.
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Μιχαηλίδης στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" δύο ημέρες μετά το τραγικό συμβάν έγραφε:
Αφιερωμένο στο Χαράλαμπο, τη Χριστίνα, τον Τάσο, το Γιώργο, τον Κυριάκο, το Δημήτρη και σε όσους έφυγαν από κοντά μας ταξιδεύοντας στους ουρανούς, με τον δικέφαλο της καρδιάς τους να τους συντροφεύει για πάντα
"Όποιος δεν έχει ταξιδέψει με πούλμαν για να δει την αγαπημένη του ομάδα ν' αγωνίζεται εκτός έδρας, πολύ δύσκολα θα καταλάβει αυτό το σημείωμα. Ημέρα χθες που η Θεσσαλονίκη έθαψε έξι παιδιά της, άκουσα στις συνηθισμένες, κατά την διάρκεια των τηλεοπτικών ειδήσεων συζητήσεις, μεταξύ γνωστών και φίλων, πολλούς να αναρωτιούνται, κάπως απαξιωτικά: "Τι το 'θελαν, μωρέ να ΄ρθουν στην Αθήνα με τον Π.Α.Ο.Κ.;". Και κατά καιρούς, όταν συμβαίνει να έχουμε συμπλοκές φιλάθλων σε διάφορες πόλεις, ακούω τους γνωστούς, τυποποιημένους ανθρώπους να καταλήγουν εύκολα στο "ηθικόν δίδαγμα": "Να δούμε τι ανατροφή έχουν πάρει αυτά τα παιδιά.
Το ταξίδι, λοιπόν, για το παιδί της εξέδρας είναι ένα κομμάτι μονάχα, ίσως και το ωραιότερο όμως, αυτής της συγκλονιστικής του διαδρομής μέσα από τα πιο όμορφα του χρόνια. Ταξιδεύει, γιατί είναι έγκλημα σ' αυτή την ηλικία να παραμένεις στάσιμος. Η ομάδα του είναι πολλές φορές απλώς ένα πρόσχημα.Στις ποδοσφαιρικές αυτές εκδρομές αναπτύσσεται, όσο πουθενά αλλού, η έννοια της αλληλεγγύης και της ανιδιοτελούς συμπαράστασης του ενός προς τον άλλον. Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε "χαρά της παρέας", μέσα στα πούλμαν των οπαδών είναι χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το σάντουιτς του ενός ανήκει και στον άλλον. Το "κερνάω μια μπύρα ή ένα αναψυκτικό" είναι ενέργεια απολύτως φυσική, σαν να σκουπίζεις -ας πούμε- τον ιδρώτα από το κούτελο, δεν το σκέφτεσαι, το κάνεις. Πολλές φορές, όταν ο ένας πει "δεν μπορώ να έρθω αυτό το Σαββατοκύριακο, δεν έχω φράγκα", είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα θα πέσει σύρμα στους υπολοίπους και θα βρεθούν λεφτά. Λεφτά, που κανείς δεν απαιτεί να επιστραφούν ποτέ.
Στα ταξίδια τους αυτά -που εμείς οι βολεμένοι βλέπουμε πάντοτε με κακό μάτι- τα παιδιά είναι χαρούμενα.Όπως δεν είναι, δηλαδή, στο σπίτι τους, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην πόλη. Ερωτεύονται, συζητάνε, καβγαδίζουν, λένε σαχλαμάρες, τραγουδάνε, μερικές φορές υπερβαίνουν τα όρια. εντάξει Αλλά, γιατί είναι έγκλημα να υπερβαίνει τα όρια ένα παιδί 20 χρονών και δεν είναι όταν τα υπερβαίνει ένας πολιτικός 60 χρονών ή ένας δημοσιογράφος 40.
Ειρωνεία! Τη στιγμή που ο μισός πληθυσμός αυτής της τερατούπολης, της Αθήνας, την εγκατέλειπε από τον φόβο των σεισμών, αυτά τα παιδιά, οι οπαδοί του Π.Α.Ο.Κ., ήρθαν εδώ. Και σκοτώθηκαν φεύγοντας, όταν οι αλαφιασμένοι Αθηναίοι είχαν πια επιστρέψει.Τη στιγμή της σύγκρουσης κοιμόντουσαν. Ήταν γλυκός ο ύπνος τους, όχι τόσο γιατί ο ΠΑΟΚ πήρε καλό αποτέλεσμα από τον Παναθηναϊκό, όσο γιατί απλώς είχαν περάσει ωραία. Είχαν ζήσει. Δεν είχαν μουχλιάσει, όπως όλοι εμείς.
Στο καλό ρε φιλαράκια! Και μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί και τα κασκόλ σας, να τον ομορφύνετε πιο πολύ τον ουρανό.-"
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Μιχαηλίδης στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" δύο ημέρες μετά το τραγικό συμβάν έγραφε:
"Όποιος δεν έχει ταξιδέψει με πούλμαν για να δει την αγαπημένη του ομάδα ν' αγωνίζεται εκτός έδρας, πολύ δύσκολα θα καταλάβει αυτό το σημείωμα. Ημέρα χθες που η Θεσσαλονίκη έθαψε έξι παιδιά της, άκουσα στις συνηθισμένες, κατά την διάρκεια των τηλεοπτικών ειδήσεων συζητήσεις, μεταξύ γνωστών και φίλων, πολλούς να αναρωτιούνται, κάπως απαξιωτικά: "Τι το 'θελαν, μωρέ να ΄ρθουν στην Αθήνα με τον Π.Α.Ο.Κ.;". Και κατά καιρούς, όταν συμβαίνει να έχουμε συμπλοκές φιλάθλων σε διάφορες πόλεις, ακούω τους γνωστούς, τυποποιημένους ανθρώπους να καταλήγουν εύκολα στο "ηθικόν δίδαγμα": "Να δούμε τι ανατροφή έχουν πάρει αυτά τα παιδιά.
Το ταξίδι, λοιπόν, για το παιδί της εξέδρας είναι ένα κομμάτι μονάχα, ίσως και το ωραιότερο όμως, αυτής της συγκλονιστικής του διαδρομής μέσα από τα πιο όμορφα του χρόνια. Ταξιδεύει, γιατί είναι έγκλημα σ' αυτή την ηλικία να παραμένεις στάσιμος. Η ομάδα του είναι πολλές φορές απλώς ένα πρόσχημα.Στις ποδοσφαιρικές αυτές εκδρομές αναπτύσσεται, όσο πουθενά αλλού, η έννοια της αλληλεγγύης και της ανιδιοτελούς συμπαράστασης του ενός προς τον άλλον. Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε "χαρά της παρέας", μέσα στα πούλμαν των οπαδών είναι χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το σάντουιτς του ενός ανήκει και στον άλλον. Το "κερνάω μια μπύρα ή ένα αναψυκτικό" είναι ενέργεια απολύτως φυσική, σαν να σκουπίζεις -ας πούμε- τον ιδρώτα από το κούτελο, δεν το σκέφτεσαι, το κάνεις. Πολλές φορές, όταν ο ένας πει "δεν μπορώ να έρθω αυτό το Σαββατοκύριακο, δεν έχω φράγκα", είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα θα πέσει σύρμα στους υπολοίπους και θα βρεθούν λεφτά. Λεφτά, που κανείς δεν απαιτεί να επιστραφούν ποτέ.
Στα ταξίδια τους αυτά -που εμείς οι βολεμένοι βλέπουμε πάντοτε με κακό μάτι- τα παιδιά είναι χαρούμενα.Όπως δεν είναι, δηλαδή, στο σπίτι τους, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην πόλη. Ερωτεύονται, συζητάνε, καβγαδίζουν, λένε σαχλαμάρες, τραγουδάνε, μερικές φορές υπερβαίνουν τα όρια. εντάξει Αλλά, γιατί είναι έγκλημα να υπερβαίνει τα όρια ένα παιδί 20 χρονών και δεν είναι όταν τα υπερβαίνει ένας πολιτικός 60 χρονών ή ένας δημοσιογράφος 40.
Ειρωνεία! Τη στιγμή που ο μισός πληθυσμός αυτής της τερατούπολης, της Αθήνας, την εγκατέλειπε από τον φόβο των σεισμών, αυτά τα παιδιά, οι οπαδοί του Π.Α.Ο.Κ., ήρθαν εδώ. Και σκοτώθηκαν φεύγοντας, όταν οι αλαφιασμένοι Αθηναίοι είχαν πια επιστρέψει.Τη στιγμή της σύγκρουσης κοιμόντουσαν. Ήταν γλυκός ο ύπνος τους, όχι τόσο γιατί ο ΠΑΟΚ πήρε καλό αποτέλεσμα από τον Παναθηναϊκό, όσο γιατί απλώς είχαν περάσει ωραία. Είχαν ζήσει. Δεν είχαν μουχλιάσει, όπως όλοι εμείς.
Στο καλό ρε φιλαράκια! Και μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί και τα κασκόλ σας, να τον ομορφύνετε πιο πολύ τον ουρανό.-"
"Αδέρφια δε θα σας ξεχάσουμε ποτέ"
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ 9/2/1998:
Το ημερολόγιο έγραφε 9/2/1998. Κανείς δεν περίμενε ότι η χαραυγή εκείνης της ημέρας θα έφερνε στην ασπρόμαυρη οικογένεια μια τέτοια ανείπωτη θλίψη. Σαν βόμβα έσκασε η είδηση: «Ο Παναγιώτης Kατσούρης σκοτώθηκε σε τροχαίο ενώ γύριζε στο σπίτι μετά από αγώνα 5χ5 που έπαιξε με φίλους του»…
Στη γέφυρα της Θέρμης ο χάρος είχε στήσει παγανιά και πήρε τη ζωή του είκοσι ενός χρόνων νεαρού παίκτη της ομάδας μας. Δεν μπόρεσε να ελέγξει το αυτοκίνητό του όταν επιχείρησε στροφή, με μεγάλη ταχύτητα, ενώ κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή αεροδρομίου. Το αυτοκίνητο διαλύθηκε στην κυριολεξία, πάνω στο προστατευτικό στηθαίο μιας γέφυρας και ο Παναγιώτης έφυγε από τη ζωή…
Το "Pόβερ" κάμπριο, μετά τη σφοδρή πρόσκρουση σχεδόν διαλύθηκε. Ο θάνατος ήρθε ακαριαία. Η σωματική κούραση και η υπερβολική ταχύτητα είχαν πλέξει ένα απίστευτο σενάριο συνομωσίας σε βάρος του νεαρού με αποτέλεσμα να κοπεί τόσο άδοξα το νήμα της ζωής του.
Κάποιοι οδηγοί διερχόμενων αυτοκίνητων που εκείνη την ώρα κινούνταν σε αυτό το κομμάτι του δρόμου, έσπευσαν σε βοήθειά του, αλλά δυστυχώς ήταν αργά. Το ασθενοφόρο δεν μπόρεσε να δώσει την παραμικρή βοήθεια , γιατί ο Παναγιώτης είχε ήδη αφήσει την τελευταία του πνοή. Στο νοσοκομείο AXEΠA όπου μεταφέρθηκε η σωρός του, απλά επιβεβαιώθηκε ο θάνατός του.
Ειδοποιήθηκαν οι δικοί του, οι συμπαίκτες του, ο προπονητής και η μονάδα στην οποία υπηρετούσε τη θητεία του. Όλοι βουτηγμένοι στη θλίψη δεν πίστευαν ότι συνέβη αυτό το τρομερό περιστατικό.
H σωρός του Kατσούρη εκτέθηκε σε προσκύνημα στο Kοιμητήριο Aναστάσεως στη Θεσσαλονίκη. Εκατοντάδες κόσμος πήγε να ανάψει ένα κερί και να αφήσει λίγα λουλούδια στο κλειστό φέρετρο . Το χαμογελαστό παιδί, το πειραχτήρι της ομάδας δεν θα σκορπούσε ξανά απλόχερα το γέλιο. Είχε πια μετακομίσει για πάντα στη γειτονιά των Αγγέλων!!!
Η τελευταία επίγεια κατοικία του ήταν το 3ο Nεκροταφείο της Nίκαιας. Οι αγαπημένοι φίλοι του και συμπαίκτες στον ΠAΟK αλλά και την Eθνική Eλπίδων, οι συγγενείς του καθώς και πλήθος κόσμου τον συνόδευσαν στο τελευταίο ταξίδι.
Tη σωρό του, καλυμμένη με την ελληνική σημαία (υπηρετούσε τη θητεία του στα Γιαννιτσά ο Παναγιώτης) και το λάβαρο του ΠAΟK, την κράτησαν μέχρι την τελευταία κατοικία ο Mιχόπουλος, ο Τασόπουλος, ο Φρατζέσκος, ο Kαπετανόπουλος, ο Σπύρος Mαραγκός και άλλοι συμπαίκτες του στον ΠAΟK.
Ο κόσμος του ΠΑΟΚ δεν ξέχασε ποτέ τον Παναγιώτη. Η προτομή του που στήθηκε στην Τούμπα θυμίζει σε όλους την ξεχωριστή θέση που έχει στις καρδιές μας και κάθε χρόνο γίνονται -και θα γίνονται για πάντα- εκδηλώσεις μνήμης.paokmania.gr
ΚΑΤΣΟΥΡΗ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΠΑΟΚΤΣΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ (ΜΠΕΛΛΟΣ) 11/8/1998:
ΜΠΕΛΛΟ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΠΑΟΚΤΣΗΣ
Το ΠΑΟΚτσηλίκι που έτρεφε μέσα του ήταν σπάνιο και όσοι στην πορεία προσπάθησαν να το αμφισβητήσουν, διαψεύστηκαν από την ίδια την ιστορία. Από το 1966 και για δύο χρόνια ο Κούδας βρισκόταν στον Πειραιά, (ακούσια η εκούσια δεν έχει σημασία), έχοντας πειστεί από τους παράγοντες του Ολυμπιακού, πως αν θέλει να κάνει μεγάλη καριέρα, αυτήν θα του την προσέφερε ο Ολυμπιακός και καμία άλλη ομάδα. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Γιώργος Παντελάκης.
Οι πιέσεις του καθεστώτος των συνταγματαρχών ήταν εντονότατες και όταν λοιπόν κλήθηκε ο Γιώργος Παντελάκης να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, ενώπιον του ΓΓΑ Κώστα Ασλανίδη, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: ʽʽΕγώ στη Γυάρο μπορεί να πάω, ο Κούδας όμως στον Ολυμπιακό ποτέʼʼ. Λίγες μέρες αργότερα ο Κούδας επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας τη σημαία του μεγάλου ΠΑΟΚ με τον οποίο καταξιώθηκε.
Στήθος με στήθος, πρόσωπο με πρόσωπο, έδινε τις μάχες του ο Γιώργος Παντελάκης και ποτέ πίσω από την πλάτη ή με χτυπήματα κάτω από τη μέση. Για τον ΠΑΟΚ έδινε και τη ζωή του κι όταν ακόμη εισέπραξε αχαριστία, δεν έκανε πίσω. Αποσύρθηκε σεμνά και ταπεινά, όπως σεμνός και ταπεινός ήταν σε όλη του τη ζωή. Παρακολουθούσε όμως τον ΠΑΟΚ νοερά, μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής, θέλοντας να είναι πάντα ενήμερος για την παντοτινή του αγάπη.
Ακολούθησαν πολλοί πρόεδροι, παράγοντες στον ΠΑΟΚ, αλλά κανείς, μα κανείς, δεν μπόρεσε να τον αντιγράψει. Γιατί ο Γιώργος Παντελάκης ήταν ένας και μοναδικός.ΠΗΓΗ:Του Παναγιώτη Χαραλαμπίδη makthes.gr
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ 2/2/2009
Ο Γιώργος Παντελάκης έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009 σε ηλικία 83 ετών, όταν παρασύρθηκε από μοτοσικλέτα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε κατά γενική ομολογία ο κορυφαίος παράγοντας του συλλόγου, συνδέοντας το όνομά του με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ποδοσφαιρικού ΠΑΟΚ, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Για πολλούς είναι ο πρώτος παράγοντας της χώρας, που εναντιώθηκε σφοδρά στο άλλοτε ΠΟΚ, σπάζοντας το μονοπώλιό τους το 1976 με την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος από ομάδα εκτός αττικού λεκανοπεδίου. Είχαν προηγηθεί οι κατακτήσεις δύο κυπέλλων το 1972 και το 1974, από τη θρυλική εκείνη ομάδα των Κούδα, Σαράφη, Τερζανίδη, Παρίδη και όλων των μεγάλων άσων της εποχής.
Ο Γιώργος Παντελάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες γονείς, προερχόμενοι από τη Σμύρνη. Εγκαταστάθηκε στην Τούμπα, πριν ακόμη ταυτιστεί με τον ΠΑΟΚ. Αποφοίτησε από τη Δημόσια Εμπορική Σχολή και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με το μπάσκετ. Παρακολουθούσε αγώνες στο ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ της ΧΑΝΘ, όταν γνωρίστηκε με τον τότε έφορο του ΠΑΟΚ, Κρυστάλη Παπαγιαννόπουλο, που του ζήτησε λίγα χρόνια αργότερα να ασχοληθεί με τα διοικητικά. Το 1954 έγινε βοηθός εφόρου στον ΠΑΟΚ, που περιλάμβανε όλα τα αθλήματα ως ερασιτεχνικός σύλλογος και το 1956 ανέλαβε έφορος της ομάδας. Την περίοδο 1958-59 κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης ως κόουτς-έφορος του μπάσκετ και στη συνέχεια το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα της ιστορίας του ΠΑΟΚ.
Από το 1960 έως το 1971 υπήρξε γενικός γραμματέας του συλλόγου, σε μία εποχή που αργά αλλά σταθερά άρχισε να χτίζεται ο μεγάλος ποδοσφαιρικός ΠΑΟΚ, που εξελίχθηκε σε αυθεντική έκφραση του ποδοσφαίρου της περιφέρειας. Με πρόεδρο τον Γιώργο Αρβανιτάκη και γενικό γραμματέα τον Γιώργο Παντελάκη ο ΠΑΟΚ κατέκτησε τα δύο κύπελλα (1972-1974). ΤΟ 1975 ανέλαβε πρόεδρος και με προπονητή τον Γκιούλα Λόραντ ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του ένα χρόνο μετά. Το 1976 ηττήθηκε στις εκλογές από τον Πέτρο Καλαφάτη, ένα χρόνο πριν ο ΠΑΟΚ κατακτήσει το δεύτερο πρωτάθλημα (1985), με την ομάδα που ουσιαστικά είχε στηθεί από τον Παντελάκη και τους συνεργάτες του. Λίγο αργότερα μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον ΠΑΟΚ, που βρισκόταν σε μόνιμη βάση στη σκιά των τριών μεγάλων της Αθήνας.
Από το 1960 έως το 1971 υπήρξε γενικός γραμματέας του συλλόγου, σε μία εποχή που αργά αλλά σταθερά άρχισε να χτίζεται ο μεγάλος ποδοσφαιρικός ΠΑΟΚ, που εξελίχθηκε σε αυθεντική έκφραση του ποδοσφαίρου της περιφέρειας. Με πρόεδρο τον Γιώργο Αρβανιτάκη και γενικό γραμματέα τον Γιώργο Παντελάκη ο ΠΑΟΚ κατέκτησε τα δύο κύπελλα (1972-1974). ΤΟ 1975 ανέλαβε πρόεδρος και με προπονητή τον Γκιούλα Λόραντ ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του ένα χρόνο μετά. Το 1976 ηττήθηκε στις εκλογές από τον Πέτρο Καλαφάτη, ένα χρόνο πριν ο ΠΑΟΚ κατακτήσει το δεύτερο πρωτάθλημα (1985), με την ομάδα που ουσιαστικά είχε στηθεί από τον Παντελάκη και τους συνεργάτες του. Λίγο αργότερα μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον ΠΑΟΚ, που βρισκόταν σε μόνιμη βάση στη σκιά των τριών μεγάλων της Αθήνας.
Το ΠΑΟΚτσηλίκι που έτρεφε μέσα του ήταν σπάνιο και όσοι στην πορεία προσπάθησαν να το αμφισβητήσουν, διαψεύστηκαν από την ίδια την ιστορία. Από το 1966 και για δύο χρόνια ο Κούδας βρισκόταν στον Πειραιά, (ακούσια η εκούσια δεν έχει σημασία), έχοντας πειστεί από τους παράγοντες του Ολυμπιακού, πως αν θέλει να κάνει μεγάλη καριέρα, αυτήν θα του την προσέφερε ο Ολυμπιακός και καμία άλλη ομάδα. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Γιώργος Παντελάκης.
Οι πιέσεις του καθεστώτος των συνταγματαρχών ήταν εντονότατες και όταν λοιπόν κλήθηκε ο Γιώργος Παντελάκης να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, ενώπιον του ΓΓΑ Κώστα Ασλανίδη, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: ʽʽΕγώ στη Γυάρο μπορεί να πάω, ο Κούδας όμως στον Ολυμπιακό ποτέʼʼ. Λίγες μέρες αργότερα ο Κούδας επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας τη σημαία του μεγάλου ΠΑΟΚ με τον οποίο καταξιώθηκε.
Στήθος με στήθος, πρόσωπο με πρόσωπο, έδινε τις μάχες του ο Γιώργος Παντελάκης και ποτέ πίσω από την πλάτη ή με χτυπήματα κάτω από τη μέση. Για τον ΠΑΟΚ έδινε και τη ζωή του κι όταν ακόμη εισέπραξε αχαριστία, δεν έκανε πίσω. Αποσύρθηκε σεμνά και ταπεινά, όπως σεμνός και ταπεινός ήταν σε όλη του τη ζωή. Παρακολουθούσε όμως τον ΠΑΟΚ νοερά, μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής, θέλοντας να είναι πάντα ενήμερος για την παντοτινή του αγάπη.
Ακολούθησαν πολλοί πρόεδροι, παράγοντες στον ΠΑΟΚ, αλλά κανείς, μα κανείς, δεν μπόρεσε να τον αντιγράψει. Γιατί ο Γιώργος Παντελάκης ήταν ένας και μοναδικός.ΠΗΓΗ:Του Παναγιώτη Χαραλαμπίδη makthes.gr
Αθάνατος
Γκιούλα Λόραντ 31/5/1981
Το 1975 οι γιατροί του συνέστησαν να βρει δουλειά σε μια χώρα με μπόλικο ήλιο, προκειμένου να ξεπεράσει τη δερματική πάθηση που τον ταλαιπωρούσε. Η Ελλάδα πληρούσε απόλυτα τις προϋποθέσεις και έτσι η Θεσσαλονίκη, η οποία τον αγκάλιασε σχεδόν από την πρώτη στιγμή, έγινε γρήγορα η πόλη που θα αγαπούσε όσο καμιά άλλη.
Το 1981 η καρδιά του συνέστησε να βρει δουλειά με λιγότερο άγχος και πίεση. Μα τούτη τη φορά προτίμησε να αγνοήσει τη «συμβουλή». Και κάπου εκεί επενέβη η μοίρα με την αίσθηση τραγικής ειρωνείας που τη διακρίνει. Ο Γκιούλα Λοράντ λοιπόν ήρθε στη χώρα μας για τον ήλιο και ήταν τελικά κάτω από αυτόν το ζεστό μαγιάτικο ήλιο που θα άφηνε την τελευταία πνοή του. Στον πάγκο του ΠΑΟΚ, στην κατάμεστη Τούμπα.
Ο Μάιος είχε φτάσει στο τέλος του και το θερμόμετρο θύμιζε σε όλους ότι το καλοκαίρι ήταν πια προ των πυλών. Ωστόσο εκείνες τις εποχές οι Κυριακές ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά στο ποδόσφαιρο και εφόσον ο ΠΑΟΚ είχε αγώνα, και μάλιστα με τον Ολυμπιακό, οι παραλίες μπορούσαν να περιμένουν. Το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1981 λοιπόν έμοιαζε να είναι ένα ακόμη όμορφο ποδοσφαιρικό απόγευμα.
Η αναταραχή στον πάγκο του «Δικεφάλου» έγινε αισθητή από το πρώτο 20λεπτο, κανείς όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από το ότι στο επίκεντρο του πανικού βρισκόταν ο Γικούλα Λόραντ. Όταν μάλιστα ο προπονητής του ΠΑΟΚ μεταφέρθηκε εσπευσμένα με φορείο στα αποδυτήρια, η ανησυχία στις εξέδρες μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Οι ποδοσφαιριστές έμοιαζαν αποσβολωμένοι, ωστόσο μετά τις παραινέσεις των ανθρώπων της ομάδας συνέχισαν να αγωνίζονται. Στο ημίχρονο έγινε γνωστό ότι ο Λοράντ βρισκόταν στο νοσοκομείο.
Μισή αλήθεια. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε. Οι «ασπρόμαυροι» επικράτησαν 1-0, χάρη σε γκολ του Βασιλάκου. Και αμέσως μετά έμαθαν και την άλλη μισή αλήθεια. Ο προπονητής τους είχε φύγει από τη ζωή. Καρδιακή προσβολή την ώρα του αγώνα, εξαιτίας συγκινησιακής φόρτισης, και ακαριαίος θάνατος. Οι αντιδράσεις των περισσοτέρων έμοιαζαν πολύ με την αντίδραση ενός παιδιού που έχασε τον πατέρα του. Και ίσως τελικά τα χαμένα βλέμματα των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ στο άκουσμα της τραγικής είδησης να συνόψισαν ολόκληρη την αλήθεια για τον ξεχωριστό Γκιούλα Λοράντ.
Μισή αλήθεια. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε. Οι «ασπρόμαυροι» επικράτησαν 1-0, χάρη σε γκολ του Βασιλάκου. Και αμέσως μετά έμαθαν και την άλλη μισή αλήθεια. Ο προπονητής τους είχε φύγει από τη ζωή. Καρδιακή προσβολή την ώρα του αγώνα, εξαιτίας συγκινησιακής φόρτισης, και ακαριαίος θάνατος. Οι αντιδράσεις των περισσοτέρων έμοιαζαν πολύ με την αντίδραση ενός παιδιού που έχασε τον πατέρα του. Και ίσως τελικά τα χαμένα βλέμματα των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ στο άκουσμα της τραγικής είδησης να συνόψισαν ολόκληρη την αλήθεια για τον ξεχωριστό Γκιούλα Λοράντ.
Γεννημένος στην Ουγγαρία, στις 6 Φεβρουαρίου 1923, ο Λοράντ έζησε μέσα στο ποδόσφαιρο ολόκληρη τη ζωή του. Προικισμένος μεσοαμυντικός, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι των «ιπτάμενων Μαγυάρων», της εκπληκτικής εθνικής Ουγγαρίας των αρχών της
δεκαετίας του 50’, που μάγεψε τον κόσμο με το ποδόσφαιρο που απέδιδε και έφτασε μια ανάσα από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954. Το 1956 ωστόσο αυτομόλησε στη Δυτική Γερμανία, η οποία φιλοξένησε τόσο το ποδοσφαιρικό του ταλέντο μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του, όσο και το προπονητικό αμέσως μετά. Κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο της Καϊζερσλάουτερν την περίοδο 1967-68 και από εκεί και πέρα είχε μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία ως τεχνικός στις σημαντικότερες ομάδες της χώρας (Αϊντραχτ, Μπάγερν Μονάχου, Σάλκε).
Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 του προέκυψε μια σπάνια δερματική πάθηση, το καλύτερο φάρμακο για την οποία σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν ο ήλιος. Έτσι το καλοκαίρι του 1975 συμφώνησε με τον ΠΑΟΚ, περισσότερο για λόγους υγείας παρά για οτιδήποτε άλλο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του στην ομάδα έδειξε ξεκάθαρα ότι στη δουλειά του πάνω ήταν δικτάτορας.
Στα προπονητικά διπλά απαιτούσε από τους παίκτες να μην ακουμπούν την μπάλα δεύτερη φορά και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι βεντέτες του συλλόγου τον κοιτούσαν στα μάτια, όταν έκαναν λάθος για να δουν τις αντιδράσεις του. Ακόμη και σε επίπεδο οργάνωσης δεν δεχόταν ποτέ έκπτωση στις απαιτήσεις του. Όταν ένα πρωϊ που η ομάδα βρισκόταν σε ξενοδοχείο (πριν από τα εντός έδρας ματς ο ΠΑΟΚ αποσυρόταν στη Κατερίνη και όχι στη Θεσσαλονίκη για περισσότερη ησυχία) ζήτησε από τον τότε έφορο Πέτρο Καλαφάτη να παραγγείλει σάντουιτς με βούτυρο και εκείνος ξέχασε το βούτυρο, ο Λοράντ γύρισε όλα τα σάντουιτς πίσω, φωνάζοντας στον εμβρόντητο Καλαφάτη: «Σήκω φύγε. Όπως φαίνεται δεν χρειαζόμαστε έφορο»!
Στα προπονητικά διπλά απαιτούσε από τους παίκτες να μην ακουμπούν την μπάλα δεύτερη φορά και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι βεντέτες του συλλόγου τον κοιτούσαν στα μάτια, όταν έκαναν λάθος για να δουν τις αντιδράσεις του. Ακόμη και σε επίπεδο οργάνωσης δεν δεχόταν ποτέ έκπτωση στις απαιτήσεις του. Όταν ένα πρωϊ που η ομάδα βρισκόταν σε ξενοδοχείο (πριν από τα εντός έδρας ματς ο ΠΑΟΚ αποσυρόταν στη Κατερίνη και όχι στη Θεσσαλονίκη για περισσότερη ησυχία) ζήτησε από τον τότε έφορο Πέτρο Καλαφάτη να παραγγείλει σάντουιτς με βούτυρο και εκείνος ξέχασε το βούτυρο, ο Λοράντ γύρισε όλα τα σάντουιτς πίσω, φωνάζοντας στον εμβρόντητο Καλαφάτη: «Σήκω φύγε. Όπως φαίνεται δεν χρειαζόμαστε έφορο»!
Εκτός γηπέδου ωστόσο ο Λοράντ ήταν ένας φιλικός, καλλιεργημένος άνθρωπος. Λάτρευε το καλό κρασί (στο σπίτι του στο Φράιμπουργκ διατηρούσε μια αξιοζήλευτη κάβα), το φρέσκο ψάρι και παρά την αυστηρότητα του οι ποδοσφαιριστές ήξεραν ότι είναι δίκαιος και όποτε τον χρειάζονταν θα βρισκόταν στο πλάι τους για να τους στηρίξει.
Την πρώτη του χρονιά στον ΠΑΟΚ η ομάδα σχεδόν ολόκληρη τη σεζόν βρισκόταν στη δεύτερη ή στην Τρίτη θέση. Ωστόσο μια αγωνιστική πριν από το τέλος ο «Δικέφαλος» υποδέχτηκε την ΑΕΚ στη φλεγόμενη Τούμπα και χάρη στο γκολ του Γκουερίνο νίκησε 1-0, την προσπέρασε και εν τέλει αναδείχθηκε πρωταθλητής για πρώτη φορά στην ιστορία του! «Εμείς τρέχαμε όλη τη χρονιά με λαστιχένια παπούτσια», δήλωσε αμέσως μετά ο Ούγγρος προπονητής, εννοώντας ότι ο ΠΑΟΚ κυνήγησε αθόρυβα τον τίτλο και όταν πια πήραν χαμπάρι οι υπόλοιποι τι γινόταν, ήταν αργά.
Το καλοκαίρι του 1976, ύστερα από έντονη διαφωνία με τον Γιώργο Παντελάκη, έφυγε από την ομάδα για να επιστρέψει και πάλι το 1980 στη δεύτερη και μοιραία θητεία του. Συνολικά κάθισε σε 89 αγώνες στον πάγκο του ΠΑΟΚ και είναι τρίτος στη λίστα πίσω από τον Λες Σάνον και τον Άγγελο Αναστασιάδη.
Το πρωί της 31ης Μαϊου λοιπόν του 1981 ο ΠΑΟΚ είχε καταλύσει το ξενοδοχείο «Κονσταντίν» της Κατερίνης. Ο Λοράντ από πολύ νωρίς ένιωθε δυσφορία, όμως το απέκρυψε επιμελώς από τους ανθρώπους της ομάδας. Το ίδιο απόγευμα θα άφηνε την τελευταία του πνοή του στον πάγκο της Τούμπας. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο που ευθύς εξαρχής τον έφερε στη Θεσσαλονίκη…
ΑΘΑΝΑΤΟΣ |
Στράτος Διονυσίου....(8 Νοεμβρίου 1934 - 11 Μαΐου 1990)
Σαν σήμερα 11/5/1990 Πεθαίνει σε ηλικία 56 ετών ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής Στράτος Διονυσίου...
Ο Στράτος Διονυσίου Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1934 στη Νιγρίτα των Σερρών. Ο Στράτος, γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από πολύ μικρός μπήκε στα βάσανα της ζωής καθώς η φτώχια και η κατοχή ήδη ταλαιπωρούσαν πολύ κόσμο. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η ορφάνια, καθώς το 1948 έχασε τον πατέρα του. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1947, ο Στράτος Διονυσίου άφησε το χωριό του και πήγε να ζήσει στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης. Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, το Στέλιο και το Διαμαντή.Έπειτα από διάφορες δουλειές, σαν μικροπωλητής ή σαν ράφτης, ο Στράτος έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης. Τα προηγούμενα χρόνια, ο Διονυσίου είχε ήδη γίνει γνωστός στα μαγαζιά της πόλης, στα οποία γυρνούσε και τραγουδούσε χωρίς όμως να δουλεύει. Από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις ο Στράτος Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον φτασμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα, ώστε να βρεθεί μέσα σε καταξιωμένους μουσικούς και τραγουδιστές.
Έπειτα από τον πάταγο της «Φαρίντα», ο Στράτος με τρομερές οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, μερικούς μόνο μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη. Στο στέκι των καλλιτεχνών της Οδού Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων και με την Καίτη Γκρέυ. Η Γκρέυ, μεγάλο όνομα ήδη από τότε, του πρότεινε συνεργασία και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται μαζί στον "Αστέρα" της Κοκκινιάς.
Στο μεταξύ, την ίδια χρονιά, το 1959, ο Στράτος Διονυσίου γραμμοφώνησε και τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι "Δεν είμαι ένοχος" σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη να κάνει αξιοσημείωτη επιτυχία.Την ίδια περίοδο(Μαίο του 1960),εκτελέστηκε στην Αμερική,ο Caryl Chessman,ένας κατάδικος για φόνο και κλοπή και πολύ ζητούσαν από το Στράτο να τραγουδίσει το τραγούδι του Chessman,εννοώντας το Δεν είμαι ένοχος,με τον οποίον το είχαν συνδιάσει.
Στη συνέχεια, ο Στράτος Διονυσίου υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία "Columbia". Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχε ηχογραφήσει σε δίσκο του Νίκου Μαύρου (του πρώτου μπουζουξή του Στράτου) το τραγούδι "Παράγκες και παλάτια" για λογαριασμό της εταιρείας "Odeon". Ο δίσκος θάφτηκε για λόγους που ο Στράτος απέφευγε να αποκαλύψει.
Ο Στράτος δεν άργησε να κάνει τις πολύ μεγάλες επιτυχίες του. "Δεν με πόνεσε κανείς", ινδικό τραγούδι (που ερμήνευε η Nargish στο έργο "Mother India" ή στα ελληνικά "Γη ποτισμένη με ιδρώτα") διασκευασμένο από τον Μπάμπη Μπακάλη, "Της αγάπης μου το δίσκο" σε διασκευή Μπάμπη Μπακάλη, "Το ηλεκτρόφωνο", "Φύγε-Φύγε" σε μουσική Ατταλίδη και στίχους Βίρβου, είναι μερικές μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες.
Σύντομα, οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να εμπιστεύονται στο Στράτο παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του νεαρού και ελπιδοφόρου τότε Στράτου Διονυσίου. "Αχάριστη" του Βασίλη Τσιτσάνη, "Το παλιογέφυρο" και το "Πριν το χάραμα" τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, "Η μπαμπέσα" του Γιώργου Μητσάκη, "Το φτωχομπούζουκο" του Μανώλη Χιώτη, έγιναν επιτυχίες για δεύτερη φορά. Ύστερα ήρθε μία περίοδος όπου ο Στράτος, αμέσως μετά την ανανέωση της συνεργασίας του με την "Columbia" μπήκε στο ράφι από την ίδια του την εταιρεία, παρόλο που κάθε βράδυ γινόταν το αδιαχώρητο από τους θαυμαστές του που πήγαιναν να τον ακούσουν.
Την μεγάλη του δόξα ο Στράτος Διονυσίου τη γνώρισε το 1967. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και άρχισε να συνεργάζεται με έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, τον Άκη Πάνου. Ο Πάνου του έδωσε τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: "Και τι δεν κάνω", "Γιατί καλέ γειτόνισσα", "Του κόσμου το περίγελο", "Άστη να φύγει", "Εγώ καλά σου τα 'λεγα", "Στο σταθμό του Μονάχου", "Θα ρίξω ροδοζάχαρη", "Ήταν ψεύτικα", "Μια γυναίκα", "Φέρτε το παιδί του χάρου" έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες στα επόμενα χρόνια.
Το μαγαζί "ΣΟΥ-ΜΟΥ", όπου εμφανιζόταν, γνώρισε μεγάλες δόξες και η επιτυχία του Στράτου το έφερε αμέσως ανάμεσα στα πρωτοκλασάτα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Ο Στράτος Διονυσίου αρχικά εμφανιζόταν εκεί σαν δεύτερο όνομα, ως παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή. Στο "ΣΟΥ-ΜΟΥ" τον άκουσε ο Μίμης Πλέσσας και έπειτα από δύο μήνες του έγραψε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που γράφτηκε για την ταινία "Ορατότης μηδέν" με τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι έγινε επιτυχία πριν από την ταινία.
Από το σημείο εκείνο και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ο Στράτος κυκλοφόρησε στη συνέχεια πλειάδα τραγουδιών που έσπασαν ρεκόρ πωλήσεων: "Ο παλιατζής", "Μπαγλαμάδες και μπουζούκια", "Ένας αητός γκρεμίστηκε", "Αγάπη μου επικίνδυνη", "Αφιλότιμη", ορισμένες μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες. Ο Στράτος έκανε επιτυχίες τα τραγούδια του μέσα στα μαγαζιά πρώτα και έπειτα στους δίσκους. Ενδεικτικό είναι ότι στα μαγαζιά που δούλεψε, πρωτοτραγούδησε πάνω από 5.000 τραγούδια, εκ των οποίων επέλεγε αυτά που θα έβγαζε σε δίσκο.Το 1973, τραγουδά το τραγούδι Αϊντε πού το πάς και πού το φέρνεις, σε μουσική Μίμη Πλέσσα, στην ταινία της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ Ο φαντασμένος, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Η πορεία του ήταν διαρκώς ανοδική και πάντα στην κορυφή. Τα τραγούδια που κυκλοφορούσε γίνονταν αμέσως επιτυχίες. Παίρνοντας χάρη για τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ποινής του, ο Στράτος αποφυλακίστηκε την άνοιξη 1976. Η περίοδος της φυλακής στοίχισε στον Στράτο Διονυσίου, ο οποίος όμως δεν σταμάτησε το τραγούδι. Ο Διονυσίου ξαναβγαίνει στο τραγούδι πιο θριαμβευτικά από ποτέ, με πολύ μεγάλες επιτυχίες με μια διαδρομή 14 χρόνων σταθερά στην κορυφή.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο συνάδελφός και αδερφικός του φίλος Τολης Βοσκόπουλος ο οποίος το 1977 θα του γράψει το τραγούδι Αποκοιμήθηκα. Και δισκογραφικά αλλά και κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δούλεψε, κάθε δουλειά του Στράτου ήτανε εγγυημένα επιτυχημένη. Μέχρι το τελευταίο του βράδυ στις 10 Μαΐου του 1990 στο δικό του πλέον μαγαζί "Στράτος" ο λαϊκός βάρδος έλαμπε στο πάλκο που υπηρέτησε πιστά για 31 χρόνια.
Τη δεκαετία του '80 ο Στράτος Διονυσίου έσπασε κάθε ρεκόρ πωλήσεων. Έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες, τραγούδια που όχι μόνο ακούγονται και σήμερα, αλλά βγαίνουν σε δίσκους, σε επανεκτελέσεις και σε διασκευές.
Είναι λίγο-πολύ τα τραγούδια που τραγούδησαν όλοι κάποτε και ακούγονται ως και σήμερα από τα ραδιόφωνα σαν να ’ναι καινούρια. "Υποκρίνεσαι", "Τα πήρες όλα", "Και λέγε-λέγε", "Άκου βρε φίλε", "Ο λαός τραγούδι θέλει", "Ο Σαλονικιός", "Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα", "Εγώ ο ξένος", "Ένα λεπτό περιπτερά", "Θυμήσου" και πολλά άλλα. Παράλληλα συνεργάστηκε και με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού: Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Σπύρος Γιατράς, Τάκης Σούκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ορισμένοι μόνο από αυτούς που έδωσαν τα τραγούδια τους στο Στράτο.
Ταυτόχρονα είχε δει το ταλέντο ορισμένων ελπιδοφόρων καλλιτεχνών, με πρώτο και καλύτερο το Γιάννη Πάριο, του οποίου τις φωνητικές ικανότητες αντιλήφθηκε αμέσως και έτσι ξεκίνησαν μια συνεργασία 11 χρόνων με πολλές επιτυχίες. Το πρώτο τραγούδι του Γιάννη Πάριου που τραγούδησε ο Στράτος, ήτανε το "Μινόρε Παράπονο" σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη που κυκλοφόρησε το 1976.
Έκτοτε το τρίο Διονυσίου-Πολυκανδριώτη-Πάριου έκανε θραύση. Πλάι του στην αρχή της δεκαετίας του '80 είχε την –σήμερα καταξιωμένη πλέον– [[Χαρούλα Αλεξίου], η οποία έκανε τις δεύτερες φωνές. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία του Στράτου με την Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια πλάι του στην πίστα ήταν η Κική Λουκά. Η δεκαετία του 1980 ήταν η χρυσή δεκαετία του Στράτου, όπου δεν υπήρξε δίσκος που δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
Το φαινόμενο Διονυσίου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Η μεγάλη έκταση της φωνής του, η βραχνάδα του, η δυνατότητα αλλαγής έκφρασης και ύφους ανάλογα με το θέμα του τραγουδιού, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Το χάρισμα που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους δημιουργούς των τραγουδιών του Στράτου, ήτανε η ικανότητά του να ηχογραφεί ταχύτατα τα τραγούδια τους, με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Ξεκινούσε την ηχογράφηση το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα είχε τελειώσει όλον τον δίσκο, με τα σιγόντα και την ερμηνεία του έτσι γεμάτη όπως ακούγεται στους δίσκους του! Ο Τάκης Σούκας, ο άνθρωπος που έχει γράψει τραγούδια για δεκάδες μεγάλους τραγουδιστές έχει δηλώσει «Ο Διονυσίου είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!». Την στιβαρότητα της φωνής του μεταξύ άλλων έχει μνημονεύσει πολλές φορές και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Ο Στράτος Διονυσίου έφυγε απρόσμενα το πρωινό της 11ης Μαΐου 1990 αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στο λαϊκό πεντάγραμμο, σε ηλικία μόλις 56 χρόνων. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου χιλιάδες Έλληνες απέδωσαν το θαυμασμό τους στον ανθρωπό που, μόλις λίγες ώρες πριν, τους διασκέδαζε στο ΣΤΡΑΤΟΣ, στην οδό Φιλλελήνων. Είναι αδιαμφισβήτητα ένας τραγουδιστής αξεπέραστος. Αυτό είναι κάτι που το αποδέχονται οι «ανταγωνιστές» (κατά κάποιον τρόπο) τραγουδιστές.
Αντιλαμβάνονται ότι η ζεστασιά της φωνής του Στράτου ήτανε κάτι το μοναδικό και ο τρόπος της ερμηνείας του απλησίαστος. Ο Διονυσίου έζησε τρεις δεκαετίες μέσα στην επιτυχία, την αναγνώριση και την καταξίωση. Αγάπησε το πάλκο όσο κανείς. Στην πίστα ήτανε αξεπέραστος και τα διάφορα προσωνύμια που του απέδιδαν οι συνάδελφοί του κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Όπως είχε υποσχεθεί ο Στράτος, θα τραγουδούσε μέχρι το τελευταίο του βράδυ. Πράγματι, λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί «ΣΤΡΑΤΟΣ», ενώ νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιός άλλος» που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Κατά τον Τάκη Μουσαφίρη, τον δημιουργό του δίσκου αυτού, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα, ήτανε το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».
Από τα τέσσερα παιδιά του Στράτου, ο Άγγελος και ο Στέλιος Διονυσίου είναι σήμερα γνωστοί τραγουδιστές. Η Τασούλα Διονυσίου ζει παντρεμένη στην Θεσσαλονίκη, μακριά από την δημοσιότητα, ενώ το τέταρτο παιδί, ο Διαμαντής Διονυσίου, λέγεται πως θα γίνει ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής στο μέλλον. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία, το χειμώνα του 2007, σε κέντρα της Αθήνας.
Αθάνατος