Γήπεδο Τούμπας

Η Ιστορία του Ναού..

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Τραπεζούντα από την Αρχαιότητα εώς και την πτώση της το 1461 απο τον Μωάμεθ Β'



Ο Πόντος: γεωγραφία και φυσικό περιβάλλον
"Μέλας", "ευρύς", "απείριτος", "ιχθυόεις", "απείρων" και "ατρύγετος" χαρακτηρίζεται ο πόντος από τον Όμηρο. Σ' αυτόν, όπως και στους άλλους ποιητές της Αρχαιότητας, η λέξη σημαίνει την πλατιά θάλασσα, ενώ σπανιότερα, και κατά κανόνα από τους πεζογράφους, χρησιμοποιείται για να δηλωθούν συγκεκριμένα πελάγη. Προσωποποιημένος εμφανίζεται ο πόντος στον Ησίοδο: είναι θεός, γιος της Γης και πατέρας άλλων θεοτήτων. Μόλις κατά τον 5ο αι. π.Χ. στα αρχαία κείμενα με τη λέξη "πόντος" νοείται ο Εύξεινος Πόντος, ενώ από τους Ελληνιστικούς
χρόνους και εξής περιορίζεται να δηλώνει το βορειοανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, από το αρχαίο Τίειον μέχρι τη Φάσιδα, και την ενδοχώρα του, το βάθος της οποίας ποικίλλει. Στους χρόνους των Μεγάλων Κομνηνών με τον ίδιο όρο νοούνταν η περιοχή από τον Άλυ μέχρι το Φάσι ποταμό.
Η θάλασσα προς βορρά και οι ορεινοί όγκοι των Ποντικών 'Αλπεων προς νότο, που αποτελούν συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και διασχίζουν κατά μήκος το χώρο, ορίζουν τη φυσιογνωμία του και σε μεγάλο βαθμό έχουν καθορίσει την ιστορία του. Την περιοχή διασχίζουν
πολυάριθμοι ποταμοί, όπως ο 'Αλυς, ο Ίρις, ο Λύκος, ο Πυξίτης και ο 'Ακαμψις, δημιουργώντας εύφορες καλλιεργήσιμες κοιλάδες.
Το κλίμα στα παράλια είναι θερμό και υγρό, ενώ στην ενδοχώρα ηπειρωτικό, με ψυχρό χειμώνα και ξηρό καλοκαίρι. Κωνοφόρα, οπωροφόρα και άλλα δέντρα, καθώς και σπάνια είδη φυτών, όπως η περίφημη ποντική αζαλέα, συνθέτουν την πλούσια χλωρίδα του Πόντου. Δικαιολογημένα ο Στράβων, ο γεωγράφος της Αρχαιότητας, χαρακτηρίζει την περιοχή "χώρα αγαθή δε και καρποίς, μάλιστα δε σίτω και βοσκήμασι παντοδαποίς" (χώρα θαυμάσια στην παραγωγή καρπών και προπάντων σιταριού, καθώς και σε κάθε είδος κτηνοτροφίας).
Το εμπόριο καρπών υπήρξε η κύρια πηγή πλούτου για τους κατοίκους του Πόντου, ενώ το πλούσιο σε μεταλλοφόρα κοιτάσματα υπέδαφος αποτέλεσε στέρεη βάση για την οικονομική άνθηση κάποιων περιοχών μέχρι τα Νεότερα χρόνια.
Η διαμόρφωση του εδάφους, η ύπαρξη πλωτών ποταμών σε όλο το μήκος ή σε ένα τμήμα τους και προπάντων η πρόσβαση στη θάλασσα ευνόησαν την ύπαρξη εμπορικών δρόμων, οι οποίοι αποτέλεσαν προϋπόθεση για την εμπορική και γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του χώρου. Συνακόλουθη ήταν η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής με τη δημιουργία αστικών κέντρων, εμπορικών σταθμών και αγκυροβολίων.
Θέση και φυσικό περιβάλλον
Στον ανατολικό Πόντο, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, απλώνεται η πόλη της Tραπεζούντας. Πίσω της, προς νότο, υψώνεται η επιβλητική σειρά των Ποντικών Αλπεων, στα ανατολικά ρέει ο ποταμός Πυξίτης, ο οποίος εκβάλλει στο φυσικό λιμάνι του Δαφνούντος, ενώ στα νοτιοδυτικά υψώνεται το όρος Μιθραίον ή Μινθρίον.
H πόλη είναι χτισμένη σε λόφο, που κατεβαίνει σε τρία τραπεζοειδή επίπεδα προς τη θάλασσα. Η φυσική οχύρωσή της εξασφαλίζεται από βαθιές τάφρους, οι οποίες σχηματίζονται από δύο χειμάρρους που περιβάλλουν το λόφο και εκβάλλουν στη θάλασσα. Οι χείμαρροι χωρίζουν την τειχισμένη κυρίως πόλη από τα ανατολικά και τα δυτικά της προάστια. Στα πιο στενά σημεία ξύλινες γέφυρες επιτρέπουν την επικοινωνία των τμημάτων της πόλης.
Περιγραφές της βυζαντινής Τραπεζούντας, που γράφτηκαν από λόγια τέκνα της, και κείμενα περιηγητών και επισκεπτών μιλούν για τον πλούτο των γεωργικών αγαθών, τους οπωρώνες, τους κήπους και τα αμπέλια που έδιναν περίφημα σταφύλια, από τα οποία παρήγαν το πηχτό μαύρο κρασί της Τραπεζούντας, αγαπητό σε όλη τη λατινοκρατούμενη Ανατολή. Η φυσική οχύρωση του τόπου, η επάρκεια νερού και προϊόντων και το ήπιο κλίμα αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της Τραπεζούντας.
Ωστόσο, η υπεροχή της σε σχέση με τις άλλες πόλεις του Eύξεινου Πόντου, συμπεριλαμβανομένης και της Σινώπης, οφείλεται κυρίως στην προνομιακή γεωγραφική της θέση, καθώς σ' αυτή κατέληγαν οι εμπορικοί δρόμοι που ξεκινούσαν από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Έτσι η πόλη αναδείχθηκε σε σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο αγαθών από την κεντρική Ασία και τη Μικρά Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα.
Η οργάνωση του αστικού χώρου
Μια περιήγηση στην πόλη της Tραπεζούντας, τις παραμονές της κατάκτησής της από τους Οθωμανούς (1461), αποκαλύπτει ένα σφύζον εμπορικό κέντρο, ένα χώρο με εμφανή τα ίχνη του χρόνου και τα αποτυπώματα των περασμένων γενεών, μια πόλη που καλείται εκτός των άλλων να εκπληρώσει το ρόλο της πρωτεύουσας μιας αυτοκρατορίας.
Από τη μεριά της θάλασσας, η Τραπεζούντα προβάλλει στα μάτια του ταξιδιώτη αφού παραπλεύσει το ακρωτήριο Σαργάνα και τα Πλάτανα. Αρχικά διακρίνεται η μικρή Μονή της Aγίας Bαρβάρας και το λαξευτό μοναστήρι της Mαγκλαβίτα, που βρίσκεται σε λόφο χαμηλότερα από την Kιθάραινα.
Το δυτικό όριο της πόλης σηματοδοτεί η περίφημη Μονή της Aγίας Σοφίας. Mπροστά της απλώνονται οι οπωρώνες των δυτικών προαστίων και πιθανόν το Tζυκανιστήριον.
Το τειχισμένο τμήμα, που αποτελεί την κυρίως πόλη, διακρίνεται στην κάτω πόλη, τη μέση και την ακρόπολη. Στην κάτω πόλη οι απλές ξύλινες κατοικίες προδίδουν το σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της, ενώ στη μέση πόλη ξεχωρίζει ο μητροπολιτικός ναός της Παναγίας Xρυσοκεφάλου. Στο υψηλότερο σημείο του οχυρωμένου λόφου δεσπόζει η ακρόπολη, όπου βρισκόταν το λαμπρό παλάτι των Kομνηνών. Στη νοτιοανατολική γωνία της ακρόπολης, ο πύργος του αυτοκράτορα Iωάννη Δ΄ Kομνηνού οριοθετεί την είσοδό της από νότο.
Από τα λιμάνια της Τραπεζούντας το λεγόμενο "αυτοκρατορικό" είχε πιθανότατα ανακαινιστεί από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Aδριανό. Το κατεξοχήν εμπορικό λιμάνι ήταν, ωστόσο, το λιμάνι του Δαφνούντος.
Η περιοχή που εκτείνεται από τις ανατολικές πύλες των τειχών μέχρι το Δαφνούντα, το ανατολικό δηλαδή προάστιο, αποτελεί το εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο της Τραπεζούντας και συνιστά το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της. Από εκεί διέρχεται η αυτοκρατορική οδός, η οποία καταλήγει στη μεγάλη κεντρική πλατεία, τη γνωστή στα μεταγενέστερα χρόνια ως "Mαϊτάνιν". Το Μαϊτάνιν υπήρξε το εμπορικό κέντρο της πόλης μέχρι τους Νεότερους χρόνους, καθώς εδώ συγκεντρώνονταν τα καραβάνια που έρχονταν από την Aνατολή και διαπεραιώνονταν τα προϊόντα προς την Ευρώπη και αντίστροφα. Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών φαίνεται πως σε αυτό συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι της Τραπεζούντας το Πάσχα, προκειμένου να επευφημήσουν τους αυτοκράτορές τους.
Η βόρεια ζώνη του ανατολικού προαστίου είχε παραχωρηθεί στους Ιταλούς· εκεί βρίσκονταν οι ιταλικές εμπορικές εγκαταστάσεις, το Bενετικό κάστρο και η εμπορική βάση των Γενουατών, το Λεοντόκαστρο. Στην περιοχή μεταξύ της αυτοκρατορικής οδού και της θάλασσας, ο Bησσαρίων μαρτυρεί την ύπαρξη καταστημάτων. Υπήρχαν επίσης εργαστήρια, αποθήκες, χάνια, αρμενικοί ναοί και αδελφότητες δυτικών μοναστικών ταγμάτων. Eδώ βρισκόταν και ο ναός του Aγίου Θεοδώρου του Γαβρά, του περιώνυμου τοπικού αγίου.
H περιοχή νότια της αυτοκρατορικής οδού ήταν πιθανότατα η αριστοκρατική συνοικία, στην οποία εντοπίζονται οι σημαντικότεροι ναοί της πόλης: ο ναός του πολιούχου Αγίου Eυγενίου, η Aγία Άννα, η Παναγία Θεοσκέπαστος και στις πλαγιές του Mινθρίου ο Άγιος Σάββας. Πίσω από τις βόρειες πλαγιές του βουνού, εκεί όπου συνέχιζε ο δρόμος των καραβανιών, υψωνόταν το αρμενικό μοναστήρι του Σωτήρα. Στην ίδια περιοχή βρισκόταν και το θρυλικό Δρακοντοπήγαδον, το σημείο όπου ο Aλέξιος B' Mεγαλοκομνηνός σκότωσε το φοβερό δράκο που απειλούσε την πόλη.
Το ανατολικό όριο της Τραπεζούντας συνιστά το δέλτα που σχηματίζει ο ποταμός Πυξίτης εκβάλλοντας στη Μαύρη Θάλασσα. Η περιοχή στα δυτικά του υπήρξε ομοίως πολυσύχναστο εμπορικό λιμάνι.
Η Τραπεζούντα κατά την Αρχαιότητα
"[...] επί θάλασσαν εις Τραπεζούντα, πόλιν ελληνίδα, οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικία [...]"
Η πόλη ιδρύθηκε ως αποικία της Σινώπης τον 7ο αιώνα π.X. Oι Σινωπείς άποικοι την ονόμασαν "Tραπεζούντα", εξαιτίας των τραπεζοειδών λόφων που υπήρχαν στην περιοχή ή, κατά μια άλλη άποψη, εξαιτίας του τραπεζοειδούς σχήματος που της έδωσαν οι ίδιοι.
H επιλογή της θέσης αντικατοπτρίζει την πρόθεση των Σινωπέων για τη δημιουργία ενός ασφαλούς εμπορικού σταθμού και δικαιώνεται εκ των υστέρων από την ιστορία της πόλης.
Οι πληροφορίες σχετικά με την Τραπεζούντα των Αρχαϊκών και των Κλασικών χρόνων είναι ελάχιστες, καθώς οι πηγές σιωπούν. Η μοναδική αναφορά απαντά στην Κύρου Ανάβασι του Ξενοφώντα. Μετά από μακρά πορεία οι 10.000 Έλληνες μισθοφόροι που πολέμησαν στο πλευρό του Κύρου φτάνουν "[...] επί θάλασσαν εις Τραπεζούντα, πόλιν ελληνίδα, οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικία [...]".
Παρά την έλλειψη πηγών μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Τραπεζούντα γνώρισε κάποια οικονομική ανάπτυξη μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο, δεδομένου ότι είχε τη δυνατότητα να κόβει δικά της νομίσματα, ήδη από τον 4ο αι. π.Χ.
Στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η Τραπεζούντα εντάσσεται στο πλαίσιο του imperium romanum ως ελεύθερη πόλη και γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη. Ο περίφημος Λατίνος γεωγράφος Πομπώνι Μέλα τη χαρακτηρίζει "urbis maximus illustris", πόλη μεγίστη, ένδοξη. Η πόλη αναδεικνύεται σε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας, γεγονός που οφείλεται στη σύνδεσή της με τους μεγάλους εμπορικούς δρόμους της εποχής.
Αξιοσημείωτο γεγονός κατά την περίοδο αυτή αποτελεί η επίσκεψη του αυτοκράτορα Aδριανού το 129 μ.Χ. Ο Αδριανός ανακαινίζει ιερά δημόσια κτήρια και τις εγκαταστάσεις του λιμανιού, πιθανότατα το μετέπειτα λεγόμενο "αυτοκρατορικό λιμάνι". Δε σώζονται πλέον αρχαιολογικά τεκμήρια των ευεργεσιών του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Πληροφορούμαστε ωστόσο σχετικά από επιστολή του στρατιωτικού επιθεωρητή του Πόντου Φλαβίου Aρριανού (131-132 μ.X.) και από τη χαμένη σήμερα επιγραφή, που όμως σωζόταν μέχρι τον προηγούμενο αιώνα στο ναό της Xρυσοκεφάλου.
Οι πρώτοι Χριστιανικοί χρόνοι
Στα μέσα του 3ου αιώνα, το 257 μ.X., η Τραπεζούντα γνωρίζει την πρώτη μεγάλη καταστροφή στην ιστορία της, όταν την κατακτούν και τη λεηλατούν Γότθοι που είχαν ήδη επεκταθεί στην Kριμαία. Το γεγονός περιγράφει με ενάργεια ο ιστορικός Ζώσιμος. Oι Γότθοι καταστρέφουν σπίτια και ναούς και, παρά την επιγραφική μαρτυρία πως ανοικοδομείται στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-304), η Τραπεζούντα αργεί πολύ να ανακάμψει. Δεν κόβει πια νομίσματα και χάνει το status της ελεύθερης πόλης.
Παράλληλα, ο χριστιανισμός διαδίδεται στον Πόντο και στα χρόνια του Διοκλητιανού εμφανίζονται οι πρώτοι μάρτυρες της νέας θρησκείας. Aνάμεσά τους ξεχωρίζει ο άγιος Eυγένιος, ο πολιούχος της Tραπεζούντας, η λατρεία του οποίου θα καθορίσει πολλές πτυχές της ζωής της πόλης στους επόμενους αιώνες. Στα μέσα του 3ου αιώνα ανάγονται οι πρώτες αναφορές σε εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, ενώ μέχρι τον 6ο αιώνα δημιουργούνται και επικρατούν αρκετές θρησκευτικές παραδόσεις, όπως αυτές που αφορούν την ίδρυση της Παναγίας Xρυσοκεφάλου και της Mονής Σουμελά.
Απο τον Ιουστινιανό στους Κομνηνούς
Κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Iουστινιανού Α΄ η Τραπεζούντα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί τη βάση των Bυζαντινών στη Mαύρη Θάλασσα, κατά τη διάρκεια των αγώνων τους εναντίον των Περσών. Οι τοπικές παραδόσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες εκκλησίες της έχουν ανακαινισθεί από το στρατηγό του Iουστινιανού Bελισάριο, αποτελούν έμμεσες μαρτυρίες για το ρόλο της πόλης.
Το ίδιο χρονικό διάστημα τόσο στην πόλη, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Tραπεζούντας χτίζονται τείχη και υδραγωγείο, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος, ενώ μία επιγραφή πάνω από την ανατολική είσοδο των τειχών, που σήμερα δυστυχώς δε σώζεται, ανέφερε πως ο αυτοκράτορας ολοκλήρωσε το 542 την ανακαίνιση των δημόσιων κτηρίων της πόλης με τη συνδρομή του τοπικού επισκόπου Eιρηναίου.
Την επόμενη σημαντική μαρτυρία για την ιστορία της Tραπεζούντας τη βρίσκουμε τον 7ο αιώνα στην αυτοβιογραφία του Αρμένιου Aνανία Σιρακηνού, ο οποίος μας πληροφορεί πως την εποχή αυτή η πόλη υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο με σχολή μαθηματικών και αστρονομίας.
Στις αρχές του 9ου αιώνα γίνεται πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας του θέματος Xαλδίας και ήδη στο 10ο αιώνα αποτελεί σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής. Oι αναφορές δύο Αράβων γεωγράφων πιστοποιούν τη σημασία που έχει αποκτήσει στις οικονομικές δραστηριότητες της εποχής.
Tον επόμενο αιώνα γνωρίζει τις απειλές γειτονικών εχθρών. Στα 1022/3 ο ηγεμόνας της Iβηρίας Γεώργιος επιτίθεται εναντίον της πόλης, απωθείται όμως από τα βυζαντινά στρατεύματα με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Bασίλειο B΄. Tην ίδια περίοδο ο Bασίλειος, με ορμητήριο τον Πόντο, υποχρεώνει το Γεώργιο αλλά και ηγεμόνες γειτονικών περιοχών της Γεωργίας να υποταγούν στη βυζαντινή ισχύ.
Πενήντα περίπου χρόνια αργότερα, μετά την ήττα των Bυζαντινών στο Mατζικέρτ το 1071, ο Πόντος δοκιμάζεται σκληρά από τις διαρκείς επιθέσεις των Σελτζούκων και η πόλη πρέπει να βρέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην κατοχή τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Aλέξιος A΄ Kομνηνός θα εμπιστευτεί τη διοίκηση της Τραπεζούντας στο Θεόδωρο Γαβρά. Η οικογένεια των Γαβράδων θα κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της περιοχής κατά την κρίσιμη περίοδο μέχρι τα τέλη περίπου του 12ου αιώνα.
Η Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών
Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών έχει συνδεθεί εσφαλμένα με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204. Θεωρείται δηλαδή ότι ανήκει σε ένα από εκείνα τα κράτη που συγκροτήθηκαν στις αρχές του 13ου αιώνα, με στόχο να προετοιμάσουν και να επιχειρήσουν την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ωστόσο, η ιστορία της περιοχής αλλά και τα ίδια τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση αυτής της μικρασιατικής αυτοκρατορίας αποκαλύπτουν ότι οι ρίζες του κράτους της Τραπεζούντας είναι βαθύτερες και ο ρόλος του πολύπλευρος.
Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο ιδρύθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν πάντοτε απομακρυσμένος από το βυζαντινό κέντρο. Σε διάφορες εποχές ο ντόπιος πληθυσμός είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να αποσπαστεί από την κεντρική εξουσία. Μόνο κατά το 12ο αιώνα, όταν στον κωνσταντινουπολίτικο θρόνο ανέβηκαν οι Κομνηνοί, οι σχέσεις με την πρωτεύουσα έγιναν στενότερες, ώσπου στα τέλη περίπου του ίδιου αιώνα βίαια γεγονότα συγκλόνισαν τη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή: ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός εκθρονίστηκε και θανατώθηκε, οπότε τα δύο εγγόνια του, Αλέξιος και Δαβίδ, βρήκαν καταφύγιο κοντά στη θεία τους, τη Γεωργιανή βασίλισσα Θάμαρ. Όταν λοιπόν οι εγγονοί του τελευταίου Κομνηνού κατόρθωσαν να καταλάβουν την περιοχή της Τραπεζούντας το 1204 ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος. Στη δυναστεία τους έδωσαν, όχι τυχαία, την επωνυμία "Μεγάλοι Κομνηνοί"· ήταν ακριβώς η παράδοση των Κομνηνών της Κωνσταντινούπολης που ήθελαν να συνεχίσουν.
Την ίδια χρονιά, αλλά λίγο αργότερα, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων και στη Μικρά Ασία οι Λασκαρίδες ίδρυσαν το κράτος της Νίκαιας. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας προϋπήρχε δηλαδή σε σχέση με την άλωση της Πόλης, ως απόρροια -όπως φάνηκε- μιας άλλης, παράλληλης ιστορικής εξέλιξης. Με την πάροδο του χρόνου οι Μεγάλοι Κομνηνοί, αν και συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης, παραιτήθηκαν από τη διεκδίκηση του κωνσταντινουπολίτικου θρόνου. Και ενώ η Νίκαια επωμίστηκε μόνη το ρόλο του συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Τραπεζούντα μετατράπηκε σε ένα αυτόνομο μικρασιατικό κράτος του ποντιακού ελληνισμού και, ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη, συνέχισε την πορεία της μέσα στο χρόνο. Στη διάρκεια της ύπαρξης του νέου κράτους όμως δεν αρνήθηκε την αποδοχή και αφομοίωση ποικίλων πολιτιστικών στοιχείων: Γεωργιανοί, Τουρκομάνοι, Λαζοί, αλλά και άλλοι λαοί ή πληθυσμιακές ομάδες που σε διάφορες εποχές ήρθαν σε επαφή με την Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών άφησαν με κάποιο τρόπο τα ίχνη τους στην οργάνωσή του αλλά και στην καθημερινή ζωή.
Το 1214 η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας καταλάμβανε το χώρο ανατολικά της Σινώπης μέχρι τη μυθική Κολχίδα. Μεγάλα κέντρα της ήταν οι ήδη από την Αρχαιότητα γνωστές πόλεις Οίναιον/Οινόη, Λίμνια, Κερασούς, Τρίπολις, Ρίζαιον και προφανώς η ίδια η Τραπεζούντα. Η αυτοκρατορία φαίνεται ότι δεν επεκτάθηκε πολύ βαθιά στην ενδοχώρα του Εύξεινου Πόντου, πέρα από τις Ποντικές Άλπεις, αν και κατά καιρούς είχαν περιέλθει στην εξουσία της και κάποιες πόλεις του εσωτερικού του Πόντου. Αντίθετα, ανήκαν στην επικράτειά της ορισμένα τμήματα του παλαιού θέματος Χερσώνος στην περιοχή της Κριμαίας.
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί από την αρχή οργάνωσαν το κράτος τους ακολουθώντας τα πρότυπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των Κομνηνών του 11ου και του 12ου αιώνα. Ήδη η επωνυμία της ποντιακής δυναστείας "Μεγάλοι Κομνηνοί" φανέρωνε τις προθέσεις τους. Οι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν στην αρχή τον επίσημο βυζαντινό αυτοκρατορικό τίτλο· ο ιδρυτής του κράτους, ο Αλέξιος Α΄, ονομάστηκε "πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων", καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε από το 1204 πέσει στα χέρια των Λατίνων.
Μετά όμως το 1261, οπότε οι Παλαιολόγοι επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, οι Μεγαλοκομνηνοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τίτλο τους. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας έγινε πια ο "πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας"· "πάσης Ανατολής", για να υπογραμμίζεται η βυζαντινή μικρασιατική κληρονομιά της Τραπεζούντας· "Ιβήρων", για να υπενθυμίζεται η συγγένεια και η πατροπαράδοτη φιλία των δύο δυναστικών οίκων, της Γεωργίας και της Τραπεζούντας, αλλά και το γεγονός ότι κάποτε έλεγχαν ένα μέρος της Ιβηρίας· "Περατείας", τέλος, για να μνημονεύεται η κυριαρχία στη χερσόνησο της Κριμαίας, στις απέναντι από την Τραπεζούντα ακτές.
Πολλά αξιώματα και τίτλοι της αυλής και του στρατού της Τραπεζούντας πηγάζουν από τα αντίστοιχα βυζαντινά, ενώ άλλα δημιουργήθηκαν ειδικά για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στον τομέα της περιφερειακής διοίκησης συνεχίστηκε, σε γενικές γραμμές, η διοικητική οργάνωση της εποχής των Κομνηνών, αν και σε κάποια θέματα διακρίνεται έντονη η επίδραση της Ιβηρίας, χώρας με έντονο φεουδαρχικό προσανατολισμό. Η επικράτεια χωριζόταν σε βάνδα. Με βεβαιότητα γνωρίζουμε την ύπαρξη των βάνδων της Γημωράς, της Παλαιοματζούκας, της Ματζούκας (Ματζουκάων), της Τρικωμίας, της Χώρας, της Σουσούρμαινας (των Σουρμένων), ενώ ιδιαίτερο βάνδο θα πρέπει να αποτελούσε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Τραπεζούντα. Επικεφαλής του βάνδου ήταν ο δούκας, ο οποίος συγκέντρωνε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ παράλληλα κατηύθυνε τους οικονομικούς υπαλλήλους και έλεγχε τους δικαστές. Το έργο του υποβοηθούνταν από επιμέρους αξιωματούχους των διάφορων κλάδων. Ιδιάζοντα διοικητικά καθεστώτα εμφανίστηκαν σε κάποιες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως τα Λίμνια ή η Κερασούς, ενώ ιδιαίτερο καθεστώς θα πρέπει να είχαν οι κωμοπόλεις ή πόλεις που αναφέρονται ως "κάστρα", όπως ο Κεγχρινάς, η Κορδύλη και η Γόλαχα.
Αξιοσημείωτη περίπτωση για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελούσαν οι τοπικοί παράγοντες, γνωστοί ως "συμβιβαστές ή γέροντες", οι οποίοι έπαιζαν σπουδαίο ρόλο σε θέματα απονομής δικαιοσύνης και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού από το σύνολο του λαού. Οι πηγές είναι ιδιαίτερα εύγλωττες ως προς αυτό: τους χαρακτηρίζουν "αξιότιμους", "ειρηνοποιούς" και "βασιλικούς".
Οι Αυτοκράτορες της Τραπεζούντας
Η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών, ο αυτοκρατορικός οίκος που για δυόμισι αιώνες κυριάρχησε στη διοικητική και κοινωνική ιεραρχία του κράτους της Τραπεζούντας, αριθμεί δεκάδες μέλη, από τα οποία είκοσι περίπου ανέβηκαν στο θρόνο. Καθένας από τους ηγεμόνες άφησε, περισσότερο ή λιγότερο, τη σφραγίδα του στην ταυτότητα της αυτοκρατορίας. Ο Βησσαρίων, σχολιάζοντας την καταγωγή, τις ικανότητες και το μεγαλείο των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, τους χαρακτηρίζει "άξιους του ονόματος της βασιλείας", ενώ το Χρονικό του Μιχαήλ Παναρέτου κατέγραψε τα σημαντικότερα γεγονότα της βασιλείας τους. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τα ίχνη τους με οδηγό το έργο του Παναρέτου.
Ο Αλέξιος Α΄ Μεγάλος Κομνηνός, που σε ηλικία 22 μόλις χρόνων ανέλαβε τα ηνία της νέας αυτοκρατορίας, αναγκάστηκε να δεχτεί τη φορολογική υποτέλειά της στους Τούρκους, η οποία διατηρήθηκε για 20 περίπου χρόνια, μέχρι που ο Ανδρόνικος Α΄ Γίδων βρέθηκε αντιμέτωπος -για μια ακόμη φορά στην ιστορία της πόλης- με επίθεση των Σελτζούκων. Η αγωνιώδης προσπάθεια για τη σωτηρία της Τραπεζούντας έχει αποτυπωθεί σε διηγήσεις της εποχής και συνδέεται με τη θαυματουργή επέμβαση του αγίου Ευγενίου, αλλά και με το σπουδαίο καθίδρυμα της Παναγίας Χρυσοκεφάλου.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1238, ανέβηκε στο θρόνο ο Μανουήλ Α΄ Μεγάλος Κομνηνός. Ο "στρατηγικώτατος" και "ευτυχέστατος" Μανουήλ οδήγησε το κράτος σε ευημερία. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι ο εν λόγω αυτοκράτορας χορήγησε την ανέγερση και διακόσμηση του ναού της Αγίας Σοφίας, ενός καθιδρύματος λαμπρού από κάθε άποψη.
Μετά το 1261, όταν στο θρόνο της αυτοκρατορίας βρισκόταν πια ο Ιωάννης Β΄ Μεγάλος Κομνηνός, οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας εισήλθαν σε μια κρίσιμη φάση. Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, προσφέροντας την κόρη του Ευδοκία ως σύζυγο στον Τραπεζούντιο ηγεμόνα, πέτυχε να τον πείσει να εγκαταλείψει τον τίτλο του αυτοκράτορα Ρωμαίων. Στην Τραπεζούντα ξέσπασαν αντιδράσεις και ξεκίνησε μια μακρά περίοδος εσωτερικής αναταραχής και διαμάχης.
Τον Ιωάννη Β΄ διαδέχθηκε ο Αλέξιος Β΄ Μεγάλος Κομνηνός, η βασιλεία του οποίου συνδέεται με σημαντικά βήματα στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Γενουάτες και τους Βενετούς. Και ενώ από τη μια πλευρά οι Ιταλοί αποκτούσαν σημαντικά προνόμια, ο Αλέξιος ενίσχυε από την άλλη τα τείχη της Τραπεζούντας, επεκτείνοντάς τα ως τη θάλασσα και ιδρύοντας το σώμα των "νυκτοταλαλίων", δηλαδή των νυχτοφυλάκων. Ο Αλέξιος κρίθηκε από τους συγχρόνους του σημαντικός αυτοκράτορας και στη λαϊκή φαντασία πήρε μυθικές διαστάσεις: έγινε ο ήρωας που σκότωσε το δράκοντα που μάστιζε την περιοχή του Αχάντακα, στον Άγιο Κήρυκο.
Στα μέσα του 14ου αιώνα ο εμφύλιος πόλεμος στην Τραπεζούντα κορυφώθηκε. Τα δραματικά γεγονότα της περιόδου οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Ιωάννη Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού στο θρόνο. Πηγές της εποχής μάς πληροφορούν ότι η στέψη του πραγματοποιήθηκε στο σημαντικότερο ναό της πόλης, αλλά και ολόκληρης της αυτοκρατορίας, στην Παναγία Χρυσοκέφαλο.
Από το 1349 και για παραπάνω από σαράντα χρόνια την εξουσία στην Τραπεζούντα άσκησε ο σπουδαιότερος ίσως αυτοκράτορας που γνώρισε το κράτος του Πόντου, ο Αλέξιος Γ΄ Μεγάλος Κομνηνός. Στα χρόνια της βασιλείας του η Τραπεζούντα ανάγεται σε σπουδαίο κέντρο εμπορίου, επιστημών, γραμμάτων και τεχνών. Ταυτόχρονα η παρουσία Βενετών, Γενουατών, Γεωργιανών και Τουρκομάνων γίνεται όλο και πιο έντονη. Δεν είναι τυχαίο που ο Αλέξιος έχει συνδέσει το όνομά του με τρία μεγάλα θρησκευτικά καθιδρύματα της πόλης: θεωρείται ο ανακαινιστής του Αγίου Ευγενίου, η προσωπογραφία του κοσμούσε την Παναγία Θεοσκέπαστο και ο τάφος του βρίσκεται στην Παναγία Χρυσοκέφαλο. Ο Αλέξιος Γ΄ υπήρξε εξάλλου ο κτήτορας της αγιορείτικης μονής Διονυσίου, γεγονός ενδεικτικό της εμβέλειας και της οικονομικής ισχύος του ιδίου και της αυτοκρατορίας.
Η παρουσία του δυτικού στοιχείου στην Τραπεζούντα ενισχύθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τη βασιλεία του Αλεξίου Γ΄. Ο διάδοχός του Αλέξιος Δ΄ Μεγάλος Κομνηνός δολοφονήθηκε από φρουρούς του γιου του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού, με συγκαλυμμένη βοήθεια Γενουατών και Γεωργιανών. Η παράσταση του Ιωάννη και του πατέρα του εκατέρωθεν της Θεοτόκου στον πύργο του περιβόλου της Αγίας Σοφίας κρύβει αναμφίβολα πολιτικές προεκτάσεις, ενώ δηλώνει ίσως και μια προσπάθεια εξιλέωσης του αυτοκράτορα. Με τον Ιωάννη συνδέεται και ο ομώνυμος πύργος που ακόμη σώζεται στην ακρόπολη της Τραπεζούντας.
Οι δύο τελευταίες δεκαετίες της αυτοκρατορίας της σημαδεύτηκαν από τη δραματική προσπάθεια αντίστασης στους Τουρκομάνους και στους Οθωμανούς. Το καλοκαίρι του 1461 ο Μωάμεθ Β΄, που οκτώ χρόνια πριν είχε καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, έφτασε προ των πυλών. Η πόλη παραδόθηκε στο θριαμβευτή σουλτάνο. Η συμβολή μιας μερίδας της αριστοκρατίας που ήταν πρόθυμη να δεχτεί την τουρκική κυριαρχία στάθηκε καθοριστική γι' αυτή την εξέλιξη. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Δαβίδ Β΄ Μεγάλος Κομνηνός οδηγήθηκε και εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην περιοχή του Στρυμόνα. Δύο χρόνια αργότερα, ο Δαβίδ, οι επτά από τους οκτώ γιους του και ο ανιψιός του εκτελέστηκαν στην Κωνσταντινούπολη με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του σουλτάνου.
Οψεις της οικονομικής ζωής
Η αγροτική παραγωγή και η εμπορική δραστηριότητα υπήρξαν οι δύο άξονες στους οποίους στηρίχτηκε η ανθηρή οικονομία της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών και της πόλης της Τραπεζούντας ειδικότερα. Η πλούσια γη του Πόντου, με τις εύφορες κοιλάδες, τα μεγάλα δάση και λιβάδια, αποτέλεσε τη βάση της αυτάρκειας των κατοίκων σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, καθώς και σε ξυλεία απαραίτητη στην οικοδομική και τη ναυπηγική. Πολλά από αυτά τα προϊόντα ήταν εξαγώγιμα, όπως και μέρος των αλιευμάτων των παραλίων.
Η κατανομή της γης στην περιοχή της Τραπεζούντας ακολουθούσε τα σχήματα που επικρατούσαν και στο υπόλοιπο Βυζάντιο, ενώ αντίστοιχη ήταν η φορολογία και η νομοθεσία που ρύθμιζε κατά καιρούς την εκμετάλλευση της γης. Από τα έγγραφα της περιοχής συμπεραίνεται ότι η μικρή ιδιοκτησία, που αρχικά συνυπήρχε με τη μεγάλη, απορροφήθηκε σταδιακά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα από τις κτήσεις των μεγάλων οικογενειών, της Εκκλησίας, της αυτοκρατορικής οικογένειας και του αυτοκράτορα. Ωστόσο, στην περιοχή της Τραπεζούντας -αντίθετα από το υπόλοιπο Βυζάντιο και κυρίως τη Μικρά Ασία- η μεγάλη γαιοκτησία δεν αναπτύχθηκε υπερβολικά, λόγω της ορεινής διαμόρφωσης του εδάφους που δεν επέτρεπε τη δημιουργία πολύ μεγάλων κτημάτων, αλλά και ως αποτέλεσμα της πολιτικής των Μεγάλων Κομνηνών.
Στις πόλεις, και προπάντων στην Τραπεζούντα, ποικίλες ήταν οι "τέχνες" και τα "επιτηδεύματα" που ασκούσαν οι κάτοικοι. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ιωάννη Ευγενικού στην αυτάρκεια της Τραπεζούντας και στις δυνατότητες που παρείχε σε γεωργούς, βιοτέχνες και επαγγελματίες: "Μόνη γαρ ήδε πόλις, ή κομιδή γε συν ολίγαις, πάσιν έργοις και πάσαις επιστήμαις διαρκεί, και τα παρ' εαυτής απάσαις τέχναις και επιτηδεύμασι χορηγεί [...] τοις εμπόροις δε παν, ό,του δέοιντο [...]".
Εμπορική δραστηριότητα στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
H ζηλευτή στρατηγική θέση της Τραπεζούντας, που της εξασφάλιζε άνετη πρόσβαση στη νότια Ρωσία, στα βάθη της Ασίας αλλά και στη Δύση, την ανέδειξε σε αδιαμφισβήτητο κέντρο του εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου. Μέχρι το 12ο αιώνα εξάγονταν από την πόλη της Τραπεζούντας και την ευρύτερη περιοχή του Πόντου προς την Κωνσταντινούπολη και προς άλλα κέντρα αρώματα και φαρμακευτικά είδη, βαφές, υφάσματα, ξυλεία, κρασί, οπωρικά, ορυκτά και μεταλλεύματα. Από το 12ο αιώνα και εξής οι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν προς την Κριμαία, την Ιβηρία του Καυκάσου και τη Μολδαβία και τελικά προς τη Δύση, με κύριους διάμεσους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους. Στη φάση αυτή η Τραπεζούντα εξήγε τα προϊόντα της, ενώ εισήγε σιτηρά και άλλα τρόφιμα απαραίτητα για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων της.
Το πιο επικερδές για την πόλη ήταν το διαμετακομιστικό εμπόριο, δεδομένου ότι για τους Δυτικούς ο δρόμος προς την Ανατολή περνούσε μέσω της Χαλδίας και της Τραπεζούντας. Η ιστορική συγκυρία υπήρξε ευνοϊκή, καθώς μετά την καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους η Τραπεζούντα έγινε ο μοναδικός σύνδεσμος ανάμεσα στους δρόμους των καραβανιών της κεντρικής Ασίας και στα λιμάνια της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, μέσω της πόλης διεξαγόταν, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, το εμπόριο ειδών πολυτελείας.
Στις εμποροπανηγύρεις της Τραπεζούντας και προπάντων στην περίφημη του αγίου Ευγενίου προσέρχονταν "έμποροι πλείστοι και όλβιοι". Ο Ιωάννης Ευγενικός και κυρίως ο Βησσαρίων έχουν περιγράψει εναργώς τις σφύζουσες από ζωή και κίνηση αγορές της πόλης, όπου συναντιόνταν έμποροι κάθε προέλευσης: Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Άραβες, Εβραίοι, Βενετοί και Γενουάτες.
Εξαίρετη θέση μεταξύ αυτών κατείχαν οι Ιταλοί έμποροι, οι κυρίαρχοι του θαλάσσιου εμπορίου που διεξαγόταν στην ανατολική Μεσόγειο κατά την εποχή εκείνη. Οι Βενετοί και κυρίως οι Γενουάτες, βάσει προνομίων που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Μεγάλους Κομνηνούς, διέθεταν δικές τους συνοικίες στην πόλη και ιδιωτικές αποθήκες τόσο στην Τραπεζούντα, όσο και σε άλλα λιμάνια της αυτοκρατορίας. Την ίδια εποχή ανάλογης προνομιακής μεταχείρισης έχαιραν οι Ιταλοί έμποροι και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα την οικονομική βοήθεια ή τη συμμαχία των πόλεών τους. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι Ιταλοί δεν είχαν ποτέ φορολογική ατέλεια στην Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών, γεγονός ενδεικτικό τόσο για την πολιτική όσο και για την οικονομική κατάστασή της.
Τα νομίσματα των μεγάλων Κομνηνών
Αν και το βυζαντινό νομισματικό σύστημα προέβλεπε την ύπαρξη πολλών νομισματοκοπείων διασκορπισμένων ανά την επικράτεια, μέχρι τον 11ο αιώνα δε μαρτυρείται η λειτουργία νομισματοκοπείου, έστω και τοπικού, στον Πόντο, γεγονός που οφειλόταν πιθανότατα στη μειωμένη ασφάλεια της περιοχής, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης και των εχθρικών επιδρομών.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μια ομάδα νομισμάτων κόπηκαν στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Θεοδώρου Α΄ Γαβρά. Πρόκειται για μικρά χάλκινα νομίσματα που κατατάσσονται στις ανώνυμες βυζαντινές κοπές του 11ου αιώνα, αν και μερικά από αυτά αναφέρουν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Η άποψη αυτή ωστόσο έχει δεχτεί έντονη αμφισβήτηση από την επιστημονική κοινότητα.
Νομισματική δραστηριότητα, ενδεικτική της ευημερίας της περιοχής και της έντασης των εμπορικών συναλλαγών, εμφανίζεται κατά το 13ο και 14ο αιώνα στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Τα ασημένια νομίσματα της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών ονομάστηκαν από τους συγχρόνους τους "άσπρα", προφανώς λόγω του χρώματός τους. Τουλάχιστον από το 14ο αιώνα ονομάζονταν και "Κομνηνάτα" (Cominiati στα λατινικά), λόγω της προέλευσής τους.
Ο πρώτος αυτοκράτορας ο οποίος έκοψε χάλκινο νόμισμα που έφερε το όνομά του ήταν ο Ανδρόνικος Α΄ Γίδων. Στο Μανουήλ Α΄ Μεγάλο Κομνηνό αποδίδονται οι πρώτες κοπές σε πολύτιμο μέταλλο. Πρόκειται για ασημένια κυρτά νομίσματα, με την παράσταση της ένθρονης Παναγίας στον εμπροσθότυπο και τη μορφή του αυτοκράτορα ισταμένου στον οπισθότυπο. Τα νομίσματα αυτά θεωρούνται εξέλιξη βυζαντινών κοπών του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Τα διαδέχτηκαν επίπεδα νομίσματα με την παράσταση του αγίου Ευγενίου στον εμπροσθότυπο. Ο τύπος αυτός, με την απεικόνιση του πολιούχου αγίου στη μια πλευρά και του αυτοκράτορα στην άλλη, καθιερώθηκε με ελάχιστες εικονογραφικές παραλλαγές στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το βάρος των νομισμάτων ήταν 2,9 γραμμάρια, γεγονός που παραπέμπει περισσότερο στο μουσουλμανικό dirhem ή σε σύγχρονες αρμενικές κοπές παρά στο βυζαντινό νομισματικό σύστημα. Η καθαρότητα σε ασήμι έφτανε γενικά το 95%. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ και των διαδόχων του ωστόσο, το βάρος και η καθαρότητα των ασημένιων νομισμάτων μειώθηκαν σταδιακά, ακολουθώντας την παρακμή της αυτοκρατορίας.
Οι κοπές της Τραπεζούντας διέφεραν κατά πολύ από αυτές των κρατών που προέκυψαν μετά την άλωση της Πόλης το 1204, δηλαδή της Ηπείρου, της Θεσσαλονίκης και της Νίκαιας. Η επιλογή του ασημιού ως βασικού μετάλλου έγινε κατ' επίδραση των νομισματικών συστημάτων γειτονικών περιοχών και λόγω της δυνατότητας εξόρυξης του μετάλλου σε ορυχεία της περιοχής. Ας σημειωθεί ότι παρά το μονομεταλλικό χαρακτήρα του συστήματος η κοπή των ασημένιων νομισμάτων έβαινε παράλληλα με την κοπή αντίστοιχων χάλκινων κυρτών, απομιμήσεων παλαιοτέρων βυζαντινών νομισμάτων. Οι κοπές αυτές ονομάζονταν πιθανότατα από τους συγχρόνους τους "τραχέα", όπως και τα αντίστοιχα βυζαντινά νομίσματα.
Οψεις της κοινωνίας
Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας σε ισχυρή δύναμη αναδείχθηκαν οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες πολύ συχνά επισκίαζαν τους αυτοκράτορες και υπαγόρευαν τη διαδοχή στο θρόνο. Η ενδυνάμωση των μεγάλων ντόπιων οικογενειών ήρθε ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των γαιοκτησιών και της δυνατότητας ελέγχου των δρόμων της ενδοχώρας από τους μεγαλογαιοκτήμονες. Παράλληλα, οι ευγενείς των ανακτόρων, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την οικογένεια των Σχολαρίων, εξέφραζαν μια πολιτική στάση φιλικά προσκείμενη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ των οικογενειών μεταβάλλονταν και οι διαμάχες μεταξύ τους, που συχνά λάμβαναν διαστάσεις εμφύλιου πολέμου, ταλάνιζαν για μεγάλο διάστημα την αυτοκρατορία και εκτονώθηκαν μόνο με την επικράτηση του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού.
Η ίδρυση του ποντιακού κράτους των Μεγάλων Κομνηνών ισχυροποίησε και τη θέση της Μητρόπολης Τραπεζούντος. Κατά καιρούς κάποιοι από τους Μεγάλους Κομνηνούς προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αυτονομήσουν την Εκκλησία της Τραπεζούντας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ωστόσο, η Μητρόπολη Τραπεζούντος κατείχε υψηλή θέση στην ιεραρχία των μητροπόλεων του Πατριαρχείου, ενώ διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί άνδρες χρημάτισαν αρχιερείς της.
Παράλληλα, η μακρά μοναχική παράδοση του Πόντου αλλά και οι δαψιλείς χορηγίες των Μεγάλων Κομνηνών είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη σημαντικών μονών στην ευρύτερη περιοχή και στην πόλη της Τραπεζούντας. Πέρα από λαμπρά θρησκευτικά καθιδρύματα οι μονές αυτές υπήρξαν κέντρα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, αλλά και της ανάπτυξης και διάσωσης του πολιτισμού.
Εκτός του Πόντου, οι αγιορείτικες Μονές Μεγίστης Λαύρας και Διονυσίου ακτινοβολούν ομοίως τη θρησκευτική παράδοση της περιοχής, η πρώτη καθώς ιδρύθηκε από τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και η δεύτερη ως λαμπρό καθίδρυμα του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού.
Μεγάλες Τραπεζουντιακές οικογένειες
Πολλές επιφανείς βυζαντινές οικογένειες συνδέονταν με τον Πόντο με σχέσεις καταγωγής ή άλλου είδους, όπως οι Κρηνίτες, οι Λακαπηνοί, οι Μαλεΐνοι, οι Φωκάδες, οι Δούκες, οι Κουρκούες, οι Κεκαυμένοι και οι Κομνηνοί. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε σύντομα κάποιες από τις οικογένειες που ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες με την πόλη ή με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές ποντιακές οικογένειες συνδέονταν με σχέσεις καταγωγής ή συγγένειας με μεγάλους γεωργιανούς ή λαζικούς οίκους.
Οι Γαβράδες
Η οικογένεια των Γαβράδων κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή του Πόντου κατά τον 11ο και 12ο αιώνα και συνδέθηκε με τις κινήσεις αυτονόμησης της περιοχής από τη βυζαντινή εξουσία. Πολλοί Γαβράδες διακρίθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κάποιοι προσχώρησαν στους Σελτζούκους, ενώ ένα παρακλάδι της οικογένειας, γνωστοί ως "Khovra", χρημάτισαν ηγεμόνες της Κριμαίας. Θρυλική υπήρξε η δράση κάποιων μελών, ενώ ο Θεόδωρος Α΄ Γαβράς αγιοποιήθηκε από την τοπική Εκκλησία. Στη μνήμη του οικοδομήθηκε ναός και σώζεται μια ακολουθία και μια αφήγηση του μαρτυρίου του.
Οι Ξιφιλίνοι
Η οικογένεια των Ξιφιλίνων καταγόταν από την Τραπεζούντα και άκμασε τον 11ο και 12ο αιώνα. Πολλά μέλη της διετέλεσαν διοικητικοί αξιωματούχοι κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι υπηρέτησαν την Εκκλησία. Από την οικογένεια προήλθαν δύο πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωάννης Η΄ και ο Γεώργιος Β΄ (1191-1198) Ξιφιλίνοι. Ο Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος και ο ανιψιός του Ιωάννης Ξιφιλίνος ο Νέος ανήκαν στους κύκλους των διανοουμένων της εποχής και άφησαν συγγραφικό έργο.
Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έδρασαν μεγάλες οικογένειες, όπως οι Δωρανίτες, οι Καβαζίτες, οι Μειζομάτες, οι Καμαχηνοί, οι Τζανιχίτες, οι Αμυτζανταράντες, οι Ακριβι(τ)ζιώτες και οι Σαμψών. Πρόκειται γενικά για πλούσιους γαιοκτήμονες, που αρχικά συντέλεσαν στην εδραίωση των Μεγάλων Κομνηνών στην Τραπεζούντα και στη συνέχεια παρείχαν έμψυχο δυναμικό και υλική υποστήριξη στην αυτοκρατορία. Οι οικογένειες αυτές διέθεταν κτήματα και δρούσαν στο θέμα Χαλδίας, στη ραχοκοκαλιά της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Η θέση τους τους επέτρεπε να ελέγχουν τα μονοπάτια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και τους δρόμους που συνέδεαν τη Γεωργία με τα τουρκικά εδάφη.
Παράλληλα με τις ποντιακής καταγωγής οικογένειες έδρασε και η οικογένεια των Σχολαρίων, οι οποίοι κατάγονταν, σύμφωνα με μία άποψη, από την Πόλη. Μέλη της κατείχαν θέσεις υψηλές στο παλάτι των Μεγάλων Κομνηνών, ενώ ο χώρος επιρροής τους εντοπίζεται στην παράλια ζώνη της αυτοκρατορίας.
Οι μεγάλες οικογένειες της Τραπεζούντας αποτέλεσαν πυρήνες οργάνωσης στασιαστικών κινημάτων. Οι μεταξύ τους αντιθέσεις οδήγησαν συχνά σε πολιτική κρίση στους κόλπους της αυτοκρατορίας και σε αποδυναμωτικούς εμφύλιους πολέμους. Η δυναστική έριδα των μέσων του 14ου αιώνα οδήγησε σε μεγαλύτερη ένταση τις σχέσεις των αντιτιθέμενων παρατάξεων. Η βασιλεία του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού σήμανε την αποκατάσταση της ηρεμίας, με την επικράτηση των Σχολαρίων και τον επακόλουθο φιλικότερο προς το Βυζάντιο προσανατολισμό του κράτους.
Η Εκκλησία της Τραπεζούντας
Πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου στην περιοχή του Πόντου ευρύτερα, και στην Τραπεζούντα ειδικότερα, θεωρείται ο απόστολος Ανδρέας. Με τη διάδοση του χριστιανισμού δημιουργήθηκαν και οι πρώτες επισκοπές. Τον 4ο αιώνα η Επισκοπή Τραπεζούντος μαρτυρείται στα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325), καθώς και στις τοπικές Συνόδους της Άγκυρας, της Νεοκαισάρειας και των Γαγγρών.
Πιθανόν αμέσως μετά τη δημιουργία του θέματος Χαλδίας η Τραπεζούντα αναδείχθηκε σε μητρόπολη, αφού αποσπάστηκε από τη μητρόπολη του Πολεμωνιακού Πόντου στην οποία υπαγόταν ως επισκοπή. Ο πρώτος ιεράρχης Τραπεζούντας που φέρει τον τίτλο του μητροπολίτη είναι ο Χριστόφορος (γύρω στο 787). Στην εποχή του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού η Τραπεζούντα κατείχε την 33η θέση στην ιεραρχία των μητροπόλεων, με επτά και αργότερα με δεκαπέντε υποκείμενες επισκοπές. Κατά την ταραγμένη περίοδο του 12ου αιώνα ο χριστιανικός πληθυσμός του Πόντου μειώθηκε δραματικά. Μεταξύ των λίγων μητροπόλεων που απέμειναν εν ενεργεία μόνο της Τραπεζούντας φέρεται να είχε δύο επισκοπές. Πρόβλημα αποτελεί για την έρευνα ο γεωγραφικός εντοπισμός των περισσότερων επισκοπών της Μητρόπολης Τραπεζούντος, η ταύτισή τους με οικισμούς και ο καθορισμός των ορίων τους. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των ονομάτων των επισκοπών είναι βαρβαρικά.
Η Εκκλησία της Τραπεζούντας θα πρέπει να συμμετείχε στον εκχριστιανισμό ορισμένων φύλων που ζούσαν στην ενδοχώρα της. Πρόκειται για τους Τζάνους, τους Λαζούς, τους Αψιλίους, τους Μόσχους ή Μέσχους και τους Αβασγούς, ο εκχριστιανισμός των οποίων γινόταν παράλληλα με την επέκταση του βυζαντινού κράτους ανατολικότερα, κατά τον 6ο αιώνα.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, το εξόριστο στη Νίκαια Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιτάχθηκε στη δραστηριότητα των Αλεξίου Α΄ και Δαβίδ, ιδρυτών της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Το γεγονός αυτό επέφερε κρίση στις σχέσεις του Πατριαρχείου με τη Μητρόπολη Τραπεζούντος, η οποία εκτονώθηκε μόλις το 1261 με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την επιστροφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του. Οι μεταξύ τους σχέσεις συσφίχθηκαν αργότερα, γύρω στο 1280, μετά την παραίτηση των Μεγάλων Κομνηνών από τον τίτλο του "βασιλέως Ρωμαίων". Παρ' όλα αυτά οι αντιθέσεις αναζωπυρώνονταν κάθε φορά που δημιουργούσαν την αφορμή επιμέρους θέματα, κοσμικά ή εκκλησιαστικά.
Οι Μεγάλοι Κομνηνοί επιχείρησαν, ήδη από την αρχή της δυναστείας τους, να ανεξαρτητοποιήσουν τη Μητρόπολη Τραπεζούντος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο τελικά δέχτηκε να ψηφίζεται και να χειροτονείται ο μητροπολίτης Τραπεζούντος στην έδρα του, χωρίς να μεταβαίνει στη Νίκαια ή στην Κωνσταντινούπολη.
Στην ταραγμένη εποχή της Αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών, ο μητροπολίτης Τραπεζούντος πολλές φορές ποίμανε άλλες χηρεύουσες μητροπόλεις. Από το 14ο αιώνα έφερε και τον τίτλο του "υπερτίμου και εξάρχου πάσης Λαζικής", ενώ "επείχε τον τόπον" (κατείχε τη θέση στην ιεραρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου) του μητροπολίτη Καισαρείας. Εξαιτίας της υψηλής του θέσης στην ιεραρχία και του γεγονότος ότι ήταν προκαθήμενος της Εκκλησίας της Τραπεζούντας, πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, ο Τραπεζούντος Δωρόθεος συμμετείχε στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/9). Ας σημειωθεί επίσης ότι η Τραπεζούντα είχε υπάρξει πολλές φορές το καταφύγιο των ανθενωτικών της Κωνσταντινούπολης, όπως μετά τη βίαιη επιβολή της ένωσης των Εκκλησιών από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1274).
Μεταξύ των προκαθημένων της Εκκλησίας της Τραπεζούντας διακρίνονται ο όσιος Αθανάσιος ο Δαιμονοκαταλύτης (περ. 867-886) και ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος (1351-1364), ενώ από την ίδια πόλη έλκουν την καταγωγή τους εξέχουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο πατριάρχης Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος, ο όσιος Δωρόθεος ο Νέος και ο μητροπολίτης Νικαίας και κατόπιν καρδινάλιος Βησσαρίων.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, καθολικοί και Αρμένιοι είχαν ιδρύσει θρησκευτικά καθιδρύματα (ναούς, παρεκκλήσια, μονές) στην Τραπεζούντα, αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, και ασκούσαν απρόσκοπτα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. 
Μεγάλα μοναστικά κέντρα στην Τραπεζούντα και την περιοχή του πόντου
Ο χριστιανισμός και ο μοναχισμός έχουν μακρά ιστορία στον Πόντο. Στις δύσβατες και απόκρημνες περιοχές του, και κυρίως στον ευρύτερο χώρο της Τραπεζούντας, οργανώθηκαν από νωρίς μοναχικές κοινότητες. Ο Ιωάννης Ευγενικός στην έκφραση της Τραπεζούντας, στην εγκωμιαστική περιγραφή της πόλης, σχολιάζει τις ιδανικές προϋποθέσεις που παρέχει για την καλλιέργεια του μοναχισμού "ότι και τοις εν τω βίω πάσαν τε αφθονίαν των αναγκαίων επιχορηγεί και μέντοι και ζην κατά μοναχούς τω πλέονι παρέχεται τω ερημικώ και ηρέμω των προαστείων".
Σπουδαία αυτοτελή μοναστικά ιδρύματα με θαυμαστή θρησκευτική ζωή οργανώθηκαν τελικά στον Πόντο. Οι μοναστικές αυτές κοινότητες πραγματοποίησαν πολυσχιδές και πολυσήμαντο έργο, φιλανθρωπικό και πολιτιστικό. Εμπνευσμένος από το παράδειγμα της πατρίδας του, ο τραπεζουντιακής καταγωγής όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ίδρυσε το πρώτο αγιορείτικο μοναστήρι, τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, ενώ η Μονή Διονυσίου, μία άλλη αγιορείτικη μονή, ιδρύθηκε χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού.
Άγνωστος παραμένει ο ακριβής συνολικός αριθμός των μοναστηριών της Τραπεζούντας και της περιοχής της. Ανάμεσα σε αυτά εξέχουσα θέση κατέχει η Μονή Θεοσκεπάστου, μοναστήρι στενά συνδεδεμένο και με το αυτοκρατορικό περιβάλλον. Αναμφισβήτητα όμως η μεγάλη φήμη του ποντιακού μοναχισμού, η οποία ξεπέρασε τα όρια της Τραπεζούντας, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, εδραιώθηκε στην ύπαρξη και λειτουργία τριών μοναστηριών: του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και κυρίως της Μονής Σουμελά.
Η Μονή Βαζελώνος και Αγιος γεώργιος
Η Μονή Βαζελώνος ή Ζαβουλών βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας, σε λόφο απέναντι από το όρος Ζαβουλών, και είναι αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Πέρσες τον 5ο ή 6ο αιώνα και επανιδρύθηκε από το στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισάριο κατά τον 6ο αιώνα. Τα πρώτα ιστορικά δεδομένα για τη μονή ανάγονται στο 13ο αιώνα, στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, που υπήρξαν δωρητές της. Το αρχείο των εγγράφων της μονής αποτελεί σημαντική ιστορική πηγή για την τοπογραφία της περιοχής, την οικονομική ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς σε αυτό σώζονται μεταξύ άλλων πλήθος ιδιωτικών εγγράφων, όπως διαθήκες και άλλα συμφωνητικά. Στα έγγραφα αυτά συχνά εμφανίζεται ως ρυθμιστής των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών γης ή ως διαμεσολαβητής προς τους πολιτικούς άρχοντες ο ηγούμενος της Μονής Βαζελώνος, στοιχείο που αναδεικνύει τον εξέχοντα κοινωνικό ρόλο και την αίγλη της μονής.
Η ανακαίνιση του οικοδομικού συγκροτήματος της μονής το 19ο αιώνα αλλοίωσε κατά πολύ τη διαμόρφωση των βυζαντινών κτισμάτων. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ίσως ο μικρός καμαροσκεπής ναός του προφήτη Ηλία.
Η Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, χτισμένη πάνω σε τεράστιο βράχο, ιδρύθηκε το 752, εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1203 και επανιδρύθηκε το 14ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1393. Γνώρισε εποχές μεγάλης δόξας, ακόμα και κατά την οθωμανική κατάκτηση. Χαρακτηριστική της ευημερίας και της ακτινοβολίας της είναι η περίφημη βιβλιοθήκη που διέθετε, μεγάλο μέρος της οποίας καταστράφηκε το 1903.
Η Μονή Σουμελά
Η "αυτοδέσποτη και αυτεξούσια" Μονή Σουμελά αποτελεί χωρίς αμφιβολία το πιο ονομαστό θρησκευτικό καθίδρυμα του Πόντου. Για χίλια περίπου χρόνια στάθηκε το κέντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Ιδρυμένο στο όρος Μελά, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την παραθαλάσσια Τραπεζούντα, το μοναστηριακό συγκρότημα πρέπει να πρόσφερε στον επισκέπτη ένα εντυπωσιακό θέαμα. Αυτό το συνδυασμό του υποβλητικού φυσικού χώρου και του επιβλητικού οικοδομήματος προσπαθεί να αποδώσει ο Άγγλος περιηγητής του 19ου αιώνα George Finlay στο ακόλουθο απόσπασμα από το ημερολόγιό του:
"Το βουητό των νερών, 3.000 πόδια κάτω από το μοναστήρι, οι χιονισμένες πλαγιές [...], ο τεράστιος όγκος των ξύλινων κτηρίων με τους εξώστες και τα κελιά, που κρέμονταν σαν χελιδονοφωλιές στον γκρεμό, ο ήχος της καμπάνας του μοναστηριού που χωρίς σταματημό σήμαινε την άφιξη προσκυνητών, η αδιάκοπη ψαλμωδία της λειτουργίας [...], όλα αυτά είχαν κάτι μεγαλειώδες, παράξενο, σοβαρό και μαζί γραφικό".
Η παράδοση ανάγει την ίδρυση της μονής στον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με τις ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες είναι πιθανότερο το μοναστήρι να ιδρύθηκε το 10ο ή τον 11ο αιώνα, όταν μάλιστα η περιοχή θα είχε ηρεμήσει από την αραβική απειλή και τις ληστρικές επιδρομές. Ανεξάρτητα από το χρόνο ίδρυσής του, η σημασία, η αίγλη και η ευρύτατη θρησκευτική εμβέλειά του παραμένουν αναμφισβήτητες.
Στα χρόνια της δυναστείας των Μεγάλων Κομνηνών η φήμη της μονής εδραιώθηκε. Έγινε το καταφύγιο των αυτοκρατόρων στις δύσκολες στιγμές και πολλά θαύματα της εποχής αυτής αποδίδονταν στην Παναγία Σουμελά. Χαρακτηριστικότερο απ' όλα είναι εκείνο της διάσωσης του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού από φοβερό ναυάγιο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας, ο κραταιότερος από τους ηγεμόνες που ανέδειξε η τοπική αυτοκρατορική δυναστεία, στάθηκε μεγάλος ανακαινιστής και δωρητής της μονής. Την αποφασιστική συμβολή του στο "εν τω όρει Μελά ανάκτορον" μαρτυρεί και η επιγραφή στη θύρα εισόδου "Κομνηνός Αλέξιος εν Χριστώ σθένων, πιστός Βασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Μέγας, Αεισέβαστος, Ευσεβής, Αυτοκράτωρ Πάσης Ανατολής τε και Ιβηρίας, κτήτωρ πέφυκε της μονής ταύτης νέος". Εκτός από τον Αλέξιο Γ΄ και άλλοι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας μερίμνησαν ιδιαίτερα για την ενίσχυση της ασκητικής πολιτείας στο όρος Μελά και με χρυσόβουλά τους επικύρωσαν ή ενίσχυσαν τα προνόμια και την περιουσία του μοναστηριού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Τραπεζούντας η μονή συνέχισε να αποτελεί σπουδαίο θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο. Οι νέοι κυρίαρχοι στην περιοχή, οι Οθωμανοί, δεν έθιξαν τα προνόμια και την περιουσία της. Αναπόφευκτα όμως και το μοναστήρι της Παναγίας υπέστη τελικά τις συνέπειες των ιστορικών εξελίξεων και των αλλαγών του χρόνου· το 1923 έφυγαν από εκεί και οι τελευταίοι μοναχοί, ενώ μια πυρκαγιά το 1930 αποτελείωσε την καταστροφή.
Οψεις του πολιτισμού
Άνθηση της παιδείας, των γραμμάτων και των τεχνών παράλληλα με την οικονομική και εμπορική ακμή -και σε ένα βαθμό εξαιτίας της- παρατηρείται στην Τραπεζούντα των Μεγάλων Κομνηνών. Η άνθηση αυτή τεκμαίρεται τόσο από τα υλικά κατάλοιπα, όσο και από τη δράση και τα έργα σημαντικών λογίων, οι οποίοι κατά κανόνα διακρίθηκαν και σε υψηλά διοικητικά ή εκκλησιαστικά αξιώματα.
Η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών συνδέθηκε με τα ονόματα του Κωνσταντίνου Λουκίτη, του Γρηγορίου Χιονιάδη, του Γεωργίου Χρυσοκόκκη, του Ανδρέα Λιβαδηνού, του ιερέα Μανουήλ και άλλων. Εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής τους οι παραπάνω λόγιοι δίδαξαν στις "σχολές" της Τραπεζούντας και άφησαν πλούσιο συγγραφικό και επιστολογραφικό έργο.
Συγχρόνως με το ενδιαφέρον που υπήρχε για τις θετικές επιστήμες, φαίνεται πως και οι κλασικές σπουδές ήταν ακμάζουσες, όπως προκύπτει από τα έργα του Χιονιάδη και του Λιβαδηνού. Ιδιαίτερη θέση κατείχε και η θεολογία, γεγονός που γίνεται σαφές από τις ομολογίες πίστεως των ιδίων ή την αλληλογραφία του Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού με τον πάπα Ευγένιο Δ΄, με θέμα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Από τα έργα αυτά φαίνεται ωστόσο ότι η καλλιέργεια της θεολογίας γινόταν με τη στενή εποπτεία της Εκκλησίας.
Εκπρόσωπος της χρονογραφίας στην Τραπεζούντα υπήρξε ο πρωτοσεβαστός και πρωτονοτάριος της αυλής των Μεγάλων Κομνηνών Μιχαήλ Παναρέτου. Το έργο του Παναρέτου Περί των της Τραπεζούντος βασιλέων, των Μεγάλων Κομνηνών, όπως και πότε και πόσον έκαστος εβασίλευσεν, γνωστό ως Χρονικό, αποτελεί την ασφαλέστερη πηγή για την περίοδο 1204-1390.
Με την πνευματική ατμόσφαιρα της Τραπεζούντας έχει συνδεθεί το πολυδιάστατο έργο λαμπρών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως ο Βησσαρίων (μητροπολίτης Νικαίας και κατόπιν καρδινάλιος), ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, (μητροπολίτης Τραπεζούντος) και ο Ιωάννης Ευγενικός. Από τα έργα που έχουν συγγράψει άμεση σχέση με το χώρο και την ιστορία της πόλης έχουν τα εγκώμια της Τραπεζούντας του Βησσαρίωνος και του Ιωάννη Ευγενικού και η ταξιδιωτική περιγραφή της πόλης από τον Ανδρέα Λιβαδηνό. Στον τομέα της αγιολογίας αξίζει να αναφερθεί το Εγκώμιον εις τον άγιον μεγαλομάρτυρα του Χριστού Ευγένιον και τους συνάθλους αυτού, Κανίδην, Ουαλεριανόν και Ακύλαν, τους εν Τραπεζούντι μαρτυρήσαντας του Κωνσταντίνου Λουκίτη, καθώς και οι δύο παραλλαγές του βίου και των θαυμάτων του αγίου Ευγενίου από τον Ιωσήφ Λαζαρόπουλο. Μία πρωιμότερη εξιστόρηση του μαρτυρίου του πολιούχου αγίου ανάγεται ωστόσο στον 11ο αιώνα και γράφτηκε από τον πατριάρχη Ιωάννη Η΄ Ξιφιλίνο.
Πολυδιάστατο ήταν και το έργο του Τραπεζούντιου Γεωργίου Αμιρούτζη, ο οποίος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή της εποχής του, ενώ εκτός Τραπεζούντας στη Δύση έδρασε ο τραπεζουντιακής καταγωγής Γεώργιος Τραπεζούντιος.
Στο πλαίσιο της δράσης σημαντικών λογίων και με δεδομένη την οικονομική ευρωστία της πόλης, είναι εύλογη και αναμενόμενη η λειτουργία εργαστηρίου αντιγραφής και εικονογράφησης χειρογράφων, η οποία μαρτυρείται στο χώρο της Mονής του Αγίου Ευγενίου.
Η αργυρή λειψανοθήκη που βρίσκεται στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας (14ος-15ος αιώνας) και απεικονίζει τον άγιο Ευγένιο και τους συναθλητές του αποτελεί σπάνιο δείγμα της λειτουργίας εργαστηρίων μικροτεχνίας στην πόλη. Επίσης, η φορητή εικόνα που δωρίστηκε από τον Αλέξιο Γ΄ Μεγάλο Κομνηνό στην αγιορείτικη Mονή Διονυσίου και χρονολογείται το 1375 θεωρείται ότι προέρχεται από το καλλιτεχνικό περιβάλλον της Τραπεζούντας.
Στον τομέα της μνημειακής τέχνης η Τραπεζούντα μπορεί να επιδείξει σπουδαία έργα ζωγραφικής, γλυπτικής και ψηφιδωτά από το 13ο μέχρι το 15ο αιώνα. Πρόκειται για έργα σπάνιας καλλιτεχνικής ποιότητας, άλλα από τα οποία παρακολουθούν τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής τους και μπορούν να συγκριθούν με σύγχρονα μνημεία της βυζαντινής τέχνης, ενώ άλλα προδίδουν τη δραστηριότητα τοπικών εργαστηρίων. Η Τραπεζούντα αποτέλεσε το σημείο συνάντησης διαφορετικών καλλιτεχνικών παραδόσεων και το πεδίο της γόνιμης συνομιλίας τους, ενώ η υψηλή ποιότητα των έργων δεν είναι άσχετη με τις δαψιλείς χορηγίες των Μεγάλων Κομνηνών και τη γενικότερη οικονομική ευρωστία της πόλης.
Η ανάπτυξη των θετικών επιστημών
Η πρώτη μαρτυρία για την καλλιέργεια και τη διδασκαλία των θετικών επιστημών στην Τραπεζούντα ανάγεται στον 7ο αιώνα. Στη βιογραφία του περίφημου Κωνσταντινουπολίτη δασκάλου Τυχικού ο μαθητής του Ανανίας ο Σιρακηνός, πατέρας των θετικών επιστημών στην Αρμενία, παρέχει τη σπάνια μαρτυρία για τη λειτουργία μιας σχολής στην Τραπεζούντα, όπου μεταξύ άλλων διδάσκονταν μαθηματικά και άλλες επιστήμες. Στην άτυπη αυτή σχολή του Τυχικού, η οποία διέθετε και αρκετά πλούσια βιβλιοθήκη, συνέρρεαν επίλεκτοι φοιτητές από πολλά μέρη της αυτοκρατορίας και από την Κωνσταντινούπολη.
Από τον 7ο μέχρι το 14ο αιώνα δε διαθέτουμε μαρτυρίες για ανάλογη δραστηριότητα στην πόλη. Στην εποχή των Μεγάλων Κομνηνών ωστόσο έδρασαν λαμπρές προσωπικότητες της εποχής που συνέδεσαν το όνομά τους με την καλλιέργεια των θετικών σπουδών και ειδικότερα των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ιατρικής αλλά και της γεωγραφίας. Ας σημειωθεί ότι κατά το 14ο αιώνα το ενδιαφέρον για τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μηχανική και την ιατρική έγινε ιδιαίτερα έντονο, όχι μόνο στην περιοχή της Τραπεζούντας αλλά και ευρύτερα στο βυζαντινό χώρο. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί ήδη από το 13ο αιώνα από τα συγγράμματα μαθηματικών και φυσικής σημαντικών πνευματικών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο Μάξιμος Πλανούδης και ο Γεώργιος Παχυμέρης. Έτσι το 14ο αιώνα ένας σημαντικός αριθμός λογίων ασχολήθηκαν με τις παραπάνω επιστήμες και έγραψαν μαθηματικές και αστρονομικές μελέτες, όπως ο Ισαάκ Αργυρός, ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Νικηφόρος Χούμνος και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ενώ οι γιατροί Γεώργιος Χρυσοκόκκης και Γρηγόριος Χιονιάδης ενδιαφέρθηκαν για τα μαθηματικά και την αστρονομία.
Στην Τραπεζούντα των Μεγάλων Κομνηνών έδρασαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο Γρηγόριος Χιονιάδης, ο Κωνσταντίνος Λουκίτης, ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης, ο Ανδρέας Λιβαδηνός, ο ιερέας Μανουήλ και προφανώς και άλλοι λιγότερο γνωστοί. Άλλοι απ' αυτούς είναι Τραπεζούντιοι, ενώ άλλοι, όπως ο Χιονιάδης ή ο Λουκίτης, έδρασαν για κάποιο διάστημα στην Τραπεζούντα, διδάσκοντας μαθηματικά ή αστρονομία και αλληλογραφώντας παράλληλα με σημαντικές προσωπικότητες από την Kωνσταντινούπολη, με τους οποίους μοιράζονταν τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αξιοσημείωτο είναι ότι κάποιοι από τους παραπάνω λογίους αποτελούσαν εξέχοντα πρόσωπα της τραπεζουντιακής κοινωνίας και διετέλεσαν αξιωματούχοι, είτε διοικητικοί είτε εκκλησιαστικοί, όπως ο πρωτονοτάριος και πρωτοβεστιάριος Κωνσταντίνος Λουκίτης ή ο πρωτοταβουλάριος και χαρτοφύλαξ της Μητροπόλεως Τραπεζούντος Ανδρέας Λιβαδηνός.
Οι πηγές αναφέρουν ότι μαθήματα αστρονομίας διδάσκονταν στις Μονές του Αγίου Ευγενίου και της Αγίας Σοφίας. Δε γνωρίζουμε ωστόσο το καθεστώς λειτουργίας των "διδακτηρίων" αυτών. Παλαιότερα μάλιστα είχε υπερβολικά υποστηριχτεί από κάποιους μελετητές πως στην πόλη της Τραπεζούντας υπήρχε αστρονομική ακαδημία και αστεροσκοπείο, το οποίο θα πρέπει να αναζητηθεί στον πύργο της Aγίας Σοφίας, γεγονός που ωστόσο δεν έχει αποδειχτεί επιστημονικά μέχρι σήμερα.
Η ανάπτυξη των εικαστικών τεχνών στην Τραπεζούντα των μεγάλων Κομνηνών
Η άνθηση της πολιτιστικής ζωής στην Τραπεζούντα των Μεγαλοκομνηνών έχει συνδεθεί με τα ονόματα σπουδαίων αυτοκρατόρων, αλλά και με τον οικονομικό και εμπορικό ρόλο της πόλης, που στο πέρασμα του χρόνου αποδείχτηκε σημαντικός.
Ήδη από τα μέσα του 13ου αλλά και μέχρι το 15ο αιώνα, η Τραπεζούντα έχει να επιδείξει σπουδαία δείγματα μνημειακής ζωγραφικής. Πρόκειται για εξαιρετικής σημασίας τοιχογραφημένα σύνολα, μοναδικά θα τολμούσε να πει κανείς, για τα δεδομένα της Υστεροβυζαντινής Μικράς Ασίας. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν την Αγία Σοφία αλλά και τα σπηλαιώδη παρεκκλήσια του Αγίου Σάββα συγκροτούν μια εντυπωσιακή εικαστική ενότητα.
Οι τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας, καλλιτεχνικά έργα σπάνιας ποιότητας, χρονολογούνται στο 13ο αιώνα. Η κλασική αντίληψη της πλαστικότητας των μορφών, η ποιότητα και η φωτεινότητα των χρωμάτων παραπέμπουν σε μια προσπάθεια αναβίωσης των κλασικών προτύπων του παρελθόντος. Αυτή η τεχνοτροπική τάση μπορεί να συγκριθεί με εκείνη σημαντικών σύγχρονων μνημείων της βυζαντινής τέχνης, τα οποία αυτή την εποχή εντοπίζονται κυρίως στο σερβικό χώρο.
Στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Σάββα οι τοιχογραφίες ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους, από το 13ο ως το 15ο αιώνα, και ακολουθούν διάφορες τάσεις, με παραλλαγές και απλοποιήσεις. Η διατήρησή τους, αν και σε όχι ικανοποιητική κατάσταση, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε διαχρονικά ορισμένες "στιγμές" της ζωγραφικής εξέλιξης στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο ανιχνεύσιμος και στην Αγία Σοφία κλασικισμός του 13ου και του 14ου αιώνα φαίνεται να διαβαθμίζεται· κάποια ιδιαίτερα ποιοτικά δείγματα συνυπάρχουν με άλλες, επαρχιακότερου χαρακτήρα, απόπειρες, που προδίδουν τη δραστηριοποίηση τοπικών εργαστηρίων. Τοπικός χαρακτήρας και υψηλή ποιότητα είναι επίσης οι συνιστώσες της ταυτότητας των τοιχογραφιών που ανήκουν στο 15ο αιώνα. Εδώ όμως η προσπάθεια να συνδυαστούν πολλά επιμέρους στοιχεία καταργεί τη συνοχή των συνθέσεων.
Εκτός από τη ζωγραφική φαίνεται να καλλιεργήθηκαν στην Τραπεζούντα η τέχνη του ψηφιδωτού αλλά και η γλυπτική. Ο ναός της Αγίας Σοφίας μάς προσφέρει, για μία ακόμα φορά, δείγματα υψηλής ποιότητας και δικαιολογημένα οι κατά καιρούς επισκέπτες και μελετητές του μνημείου θαύμασαν το μωσαϊκό δάπεδό του. Εξάλλου, τα γλυπτά που κοσμούν τα πρόπυλα του ναού αποτελούν ένα ιδιόμορφο σύνολο, καθώς σε αυτά συνενώνονται εικονογραφικές παραδόσεις, μοτίβα και τεχνικές από τον ευρύτερο χώρο της Ανατολής.
Η Τραπεζούντα ανάγεται έτσι σε ένα πολυσήμαντο καλλιτεχνικό κέντρο. Εμφανίζεται ικανή να παρακολουθεί τις ευρύτερες τάσεις και εξελίξεις και ταυτόχρονα να προβαίνει στη δημιουργική μετάπλασή τους, στο βαθμό βέβαια που οι αντικειμενικές συνθήκες το επιτρέπουν. Εξέχουσα θέση σε αυτές τις συνθήκες κατέχει η προέλευση των τεχνιτών, αλλά και η δυνατότητα επικοινωνίας και επαφής τους με άλλα πολιτιστικά στοιχεία. Η προσέγγιση της τέχνης στην Τραπεζούντα μάς προσφέρει επιπλέον τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τον κεντρικό και πολυδιάστατο ρόλο της, αφού η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί μία ακόμα μαρτυρία για τη γόνιμη συνάντηση διαφορετικών παραδόσεων.
Η αργυρή λειψανοθήκη στο Θησαυρό του Αγίου Μάρκου Της Βενετίας
Σπάνιο δείγμα της υψηλής αισθητικής που αναπτύχθηκε στα εργαστήρια μικροτεχνίας της Τραπεζούντας αποτελεί μία αργυρή λειψανοθήκη που βρίσκεται σήμερα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και θεωρείται ότι προέρχεται από εργαστήριο της πόλης. Το αντικείμενο θεωρείται επίσης ενδεικτικό για τη σημαίνουσα θέση του αγίου Ευγενίου και των τριών συμμαρτύρων του στη θρησκευτική παράδοση της Τραπεζούντας.
Η λειψανοθήκη είναι μικρών διαστάσεων και φέρει ανάγλυφη διακόσμηση: οι τέσσερις άγιοι, Ευγένιος, Ουαλεριανός, Κανίδιος (ή Κάνδιδος) και Ακύλας, προβάλλουν όρθιοι κάτω από τόξα, πλαισιώνοντας τον ένθρονο Χριστό στο κέντρο, ο οποίος τείνει τα χέρια του κρατώντας δύο στεφάνια προορισμένα για αυτούς, ενώ δύο ακόμη διακρίνονται στη βάση του θρόνου. Οι άγιοι φέρουν φωτοστέφανο, ενώ τα πρόσωπά τους και τα χέρια τους, σε χειρονομία δέησης, είναι στραμμένα προς το Χριστό. Σε έμμετρη επιγραφή προβάλλεται το μαρτύριό τους και η σχέση τους με την Τραπεζούντα, τονίζεται η εξέχουσα θέση του αγίου Ευγενίου και γίνεται επίκληση του κτήτορα της λειψανοθήκης για τη σωτηρία της ψυχής του.
Η λειψανοθήκη χρονολογείται στο 14ο-15ο αιώνα και έχει συνδεθεί είτε με πρόσωπο από την Τραπεζούντα που μετέβη στη Βενετία -πιθανόν με τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα (1403-1472)- είτε με κάποια από τις τραπεζουντιακές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη στις αρχές του 15ου αιώνα.
ΜΝΗΜΕΙΑ
Η Αγία Σοφία Τραπεζούντας
Η Αγία Σοφία Τραπεζούντας, ναός με εξέχουσα θέση τόσο ανάμεσα στα μνημεία του Πόντου, όσο και ανάμεσα στα βυζαντινά μνημεία ευρύτερα, οφείλει τη σημασία της στη σύνδεσή της με ποικίλες ιστορικές και αρχαιολογικές παραμέτρους. Πρώτα απ' όλα αποτελεί ένα μνημείο σαφώς συνυφασμένο, ήδη από την ίδρυσή του, με την τοπική αυτοκρατορική δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών. Ταυτόχρονα, ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται τα επιμέρους στοιχεία της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης, της ζωγραφικής, της ψηφιδωτής και της γλυπτής διακόσμησής του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασυνήθιστος και ίσως μοναδικός. Αυτή η μοναδικότητα έγκειται κυρίως στη συνύπαρξη ετερόκλητων επιδράσεων, οι οποίες παραπέμπουν άλλοτε στη Δύση (σε σχέση με τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή) και άλλοτε στην Ανατολή.
Χτισμένος έξω από τα τείχη της Τραπεζούντας, αλλά σε κοντινή τους απόσταση, ο ναός της Αγίας Σοφίας -σύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, νάρθηκα και τρία εντυπωσιακά πρόπυλα- αποτελεί το κέντρο ενός ευρύτερου οχυρωμένου οικοδομικού συγκροτήματος. Πλαισιώνεται από έναν πύργο με παρεκκλήσι, καθώς και από κατάλοιπα μιας μικρότερης εκκλησίας, αλλά και άλλων κτισμάτων, κατά πάσα πιθανότητα μοναστηριακών. Φιλολογικές πηγές του 14ου αιώνα μνημονεύουν τη μονή "της του Θεού Λόγου Σοφίας", αλλά και "την μονήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήγουν την Αγίαν Σοφίαν". Επιπλέον, εντυπωσιακά εμφανής και κυρίαρχη στη διαμόρφωση της ταυτότητας του μνημείου είναι η ταφική λειτουργία του, η οποία τεκμαίρεται από τις νεκρικές κόγχες και τις επιτύμβιες επιγραφές που φιλοξενούνται στο ναό. Η λειτουργία πάντως του ναού ως κοιμητηριακού φαίνεται να περιλαμβάνεται στους στόχους της αυτοκρατορικής χορηγίας, όταν ιδρύθηκε είτε από το Μανουήλ Α΄ Μεγάλο Κομνηνό (1238-1263) είτε από τους άμεσους απογόνους του.
Ο Ναός της Αγίας Αννας
Η Αγία Άννα είναι η πρωιμότερη από τις εκκλησίες που σώζονται σήμερα στην Τραπεζούντα. Αποτελεί ένα μνημείο άμεσα συνδεδεμένο με τη δράση αξιωματούχων, οι οποίοι σε διάφορες περιόδους συνεισέφεραν στην ανακαίνισή του ή έκαναν απλές δωρεές. Τη σημασία του ναού υπογραμμίζει και η διαχρονικότητά του: για περίπου 700 χρόνια, από τον 9ο ως το 15ο αιώνα, γίνονταν σ' αυτόν επεμβάσεις και δωρεές, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές.
Ο κοιμητηριακός χαρακτήρας -τάφοι και επιγραφές που μνημονεύουν τη χρονολογία θανάτου συγκεκριμένων προσώπων- κυριαρχεί στην Αγία Άννα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους, πολύ σημαντικούς ναούς της Τραπεζούντας: στην Αγία Σοφία, στη Θεοσκέπαστο, στη Χρυσοκέφαλο. Αν όμως τα τρία τελευταία μνημεία είναι συνυφασμένα με την τοπική αυτοκρατορική δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών, η Αγία Άννα φαίνεται να συνιστά το ταφικό καθίδρυμα των τοπικών αξιωματούχων.
Το σωζόμενο οικοδόμημα, μια τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική με κρύπτη για τάφους, οφείλεται στη χορηγία ενός τοπικού αξιωματούχου, του πρωτοσπαθαρίου Αλεξίου, για την ανακαίνιση του ναού το 884/5. Το περιεχόμενο της επιγραφής που τον μνημονεύει αποτελεί εντυπωσιακή και πολύτιμη ιστορική πληροφορία, καθώς σε αυτή συναναφέρονται οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας, Βασίλειος Α΄, Λέων ΣΤ΄ και Αλέξανδρος. Πρόκειται για μια μοναδική μαρτυρία για την επαφή αυτής της απομακρυσμένης επαρχίας με το βυζαντινό κέντρο.
Η ιστορία λοιπόν του μνημείου ξεκινάει πολύ πριν από την εγκαθίδρυση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών κατά το 13ο αιώνα. Ωστόσο, κατά το 14ο και 15ο αιώνα το καθίδρυμα συνδέθηκε με το θάνατο, και κατά πάσα πιθανότητα με την ταφή, εκκλησιαστικών κυρίως αξιωματούχων. Συνολικά επτά επιγραφές από το διάστημα αυτό, στην πλειοψηφία τους ταφικές και σε μερικές περιπτώσεις συνοδευόμενες από τις προσωπογραφίες των νεκρών προσώπων, είναι ενδεικτικές για την ατμόσφαιρα που θα κυριαρχούσε στο εσωτερικό του ναού. Δυστυχώς, το υλικό που συνθέτει την παραπάνω εικόνα σήμερα θεωρείται οριστικά χαμένο. Μια ιδέα ωστόσο μπορεί να μας δώσει μόνο το φωτογραφικό υλικό και τα σχέδια δημοσιεύσεων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Ακριβώς επειδή το μνημείο δέχτηκε πολλές επεμβάσεις και προσθήκες στο πέρασμα του χρόνου, η ζωγραφική διακόσμησή του ανάγεται σε διάφορες περιόδους. Έτσι, εκτός από την πρώτη φάση τοιχογράφησης, η οποία έχει χρονολογηθεί στο 12ο αιώνα, έχουν διαπιστωθεί ζωγραφικά στρώματα του 13ου, του 14ου αλλά και του 15ου αιώνα. Σήμερα δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αυτές τις τοιχογραφίες, αφού ήδη από τις αρχές του αιώνα σώζονταν σε κακή κατάσταση. Σίγουρα όμως η ύπαρξη και μόνο των νεκρικών προσωπογραφιών του 14ου και του 15ου αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επίσης, σύμφωνα και με την αφιέρωση του ναού, στις τοιχογραφίες εντοπίζεται και ένας κύκλος σκηνών με πρωταγωνιστές τους γονείς της Παναγίας, τον Ιωακείμ και την Άννα. Η απεικόνιση του θανάτου τους μάλιστα αποτελεί μια σπάνια σύνθεση για τα δεδομένα της βυζαντινής τέχνης. Εκτός από αυτό, όμως, συνεισφέρει στην άποψη περί ταφικής χρήσης του μνημείου και συνδυάζεται αρμονικά με τα νεκρικά πορτρέτα.
Το συγκρότημα του αγίου Σάββα
Στη βόρεια πλαγιά του όρους Μίνθριον, ένα συγκρότημα ταπεινών θρησκευτικών καθιδρυμάτων αφιερωμένων στον άγιο Σάββα έχει αποδειχτεί πολύτιμο για την ιστορία της τέχνης. Αν και πρόκειται για απλά σπήλαια που θα λειτουργούσαν ως παρεκκλήσια ενός ευρύτερου μοναστηριακού συγκροτήματος ή ερημητηρίου, οι τοιχογραφίες που σώζονται αποσπασματικά σε αυτά εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη μνημειακή ζωγραφική των τριών τελευταίων αιώνων της βυζαντινής τέχνης. Η σημασία της συνεισφοράς αυτών των τοιχογραφιών στη διεύρυνση των γνώσεων για την υστεροβυζαντινή τέχνη γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη η σπανιότητα και η ανεπαρκέστατη διατήρηση των σωζόμενων παραδειγμάτων αυτής της περιόδου από την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Ταυτόχρονα, αν η ζωγραφική των παρεκκλησίων του Αγίου Σάββα συνεξεταστεί με τις τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, συγκροτεί ίσως το πιο ολοκληρωμένο εικαστικό σύνολο της τελευταίας φάσης της βυζαντινής ζωγραφικής στη Μικρά Ασία.
Πιο συγκεκριμένα, τα κατάλοιπα των τοιχογραφιών στις σπηλαιώδεις διαμορφώσεις του Αγίου Σάββα ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους, από το 13ο ως το 15ο αιώνα, και ακολουθούν ποικίλες τάσεις, με παραλλαγές και απλοποιήσεις. Από το 13ο αιώνα σώζονται απεικονίσεις που ακολουθούν τον κλασικισμό της εποχής, με φωτεινά χρώματα και απαλές διαβαθμίσεις στην απόδοση της σάρκας, πλαστικότητα και κλασική πτυχολογία. Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους άλλοτε παραπέμπουν στα σημαντικά μνημεία που αποτελούν σημεία αναφοράς γι' αυτή την περίοδο και βρίσκονται στο σερβικό χώρο (Άγιοι Απόστολοι στο Pec, Αγία Τριάδα στη Sopocani) και άλλοτε προδίδουν τη δραστηριοποίηση τοπικών εργαστηρίων. Ανάλογη αλλά ασαφέστερη εμφανίζεται η κατάσταση στο 14ο αιώνα, καθώς σώζονται πολύ περιορισμένα δείγματα. Τέλος, στις τοιχογραφίες του 15ου αιώνα συνυπάρχουν τοπικές ιδιαιτερότητες και υψηλή ποιότητα. Η συσσώρευση πολλών επιμέρους στοιχείων -αρχιτεκτονήματα, πρόσωπα, ομάδες προσώπων- οδηγεί σε συνθέσεις που στερούνται συνοχής, διαπιστώνεται παράθεση ποικίλων χρωματικών τόνων και προσπάθεια απόδοσης της σωματικότητας, ενώ μόνο στις μεμονωμένες μορφές επιτυγχάνεται η μνημειακότητα.
Έτσι, όπως προκύπτει και από την περίπτωση του Αγίου Σάββα, η Τραπεζούντα εμφανίζεται ως ένα καλλιτεχνικό κέντρο που παρακολουθεί τις ευρύτερες τάσεις και εξελίξεις, προχωρώντας μάλιστα στην καλλιέργεια και μετάπλασή τους ανάλογα με την προέλευση, την αρτιότητα και την εικαστική εμβέλεια των τεχνιτών της περιοχής.
Η Παναγία Θεοσκέπαστος
Ο λαξευτός ναός της Παναγίας Θεοσκεπάστου, ένα καθίδρυμα που συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390), φέρει έντονη τη σφραγίδα της ταφικής λειτουργίας του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση άλλων σημαντικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της Τραπεζούντας. Ο ναός ανήκει σε ένα ευρύτερο μοναστηριακό συγκρότημα, που εντοπίζεται στις πλαγιές του όρους Μίνθριον, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο λιμάνι και στην ακρόπολη της Τραπεζούντας. Ο τειχισμένος χώρος, εκτός από την κεντρική σπηλαιώδη εκκλησία, περιλαμβάνει κελιά και μικρότερους ναούς και στεγάζει χώρους ταφής.
Ο ρόλος της οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών και η σχέση της με το μνημείο είχε αποτυπωθεί και σε κτητορική παράσταση σε τοίχο του ναού που απεικόνιζε τον Αλέξιο Γ΄ Μεγάλο Κομνηνό, τη σύζυγό του Θεοδώρα και τη μητέρα του Ειρήνη. Η τελευταία, μάλιστα, παριστανόταν ως η κύρια χορηγός, καθώς κρατούσε ομοίωμα του ναού, στοιχείο που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα συνήθη εικονογραφικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών κτητορικών απεικονίσεων.
Ο πιο ενδιαφέρων από τους τάφους είναι σίγουρα του δεσπότη Ανδρονίκου, νόθου γιου του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού, όχι λόγω της διαμόρφωσής του αλλά λόγω των συνθηκών θανάτου του. Όπως μας πληροφορούν πηγές της εποχής, ο Ανδρόνικος σκοτώθηκε πολύ νέος πέφτοντας από ένα παράθυρο του παλατιού στην Τραπεζούντα και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής Θεοσκεπάστου. Το γεγονός αυτό, καθώς και το νεαρό της ηλικίας του νεκρού, μνημονεύεται στην επιτύμβια επιγραφή της Θεοσκεπάστου: "Αλλά τι πεπόνθαμεν δεινόν εντεύθεν;/ Των ανακτόρων κατακρημνισκόμενος/ εκθνήσκει, βαβαί, ο ταλαίπωρος δεσπότης/ [...] / τον εικοστόν δεύτερον ανύων χρόνον". Στην επιγραφή άλλωστε εξιδανικεύονται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του αδικοχαμένου νέου και τονίζεται η βασιλική καταγωγή του, ίσως σε μια προσπάθεια ένταξής του στην αυτοκρατορική δυναστεία: "Είπατε τόνδε τον σθεναρόν γεννάδαν/ ήρωα [...]/ εκ βασιλικής οσφύος κατηγμένον/ Ούτος του κλεινού ην υιός Αλεξίου/ αυτοκράτορος φίλιος και χαρίεις/ παρ' ου κυδρούται βαθμώ τω του δεσπότου/ [...]/ ο Κομνηνανθής Ανδρόνικος ο μέγας". Όλη αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να οφείλεται σε προσωπική πρωτοβουλία και δραστηριοποίηση του αυτοκράτορα, προκειμένου να εξασφαλίσει την υστεροφημία του αγαπημένου, όπως φαίνεται, γιου του. Στη μονή εξάλλου βρίσκονται και οι τάφοι των δύο νόμιμων παιδιών του Αλεξίου Γ΄, του Μανουήλ Γ΄ και του Αλεξίου Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού, δε διαθέτουμε όμως στοιχεία για τις σχετικές ταφικές επιγραφές.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω -προσωπογραφίες, συνοδευτικές επιγραφές ταύτισης των μορφών, επιτύμβια επιγραφή- αποτελούν υλικό οριστικά χαμένο για τη σύγχρονη έρευνα. Το 1843, στο πλαίσιο μιας ανακαίνισης του μνημείου, έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις: το έμμετρο ταφικό επίγραμμα του Ανδρονίκου αντικαταστάθηκε από ένα λογιότερο και ξαναζωγραφίστηκαν οι μορφές των κτητόρων, μεταξύ των οποίων "εμφανίστηκε" και ο Ανδρόνικος, ενώ αντίθετα "εξαφανίστηκε" η Ειρήνη. Έτσι, η περιγραφή της πρώτης φάσης του μνημείου στηρίζεται σε μαρτυρίες -φωτογραφίες, σχέδια, αποτυπώσεις- μελετητών-περιηγητών του 19ου αιώνα.
Σε αυτή την αρχική φάση, που σύμφωνα με τα συνδεόμενα πρόσωπα χρονολογείται στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, ανήκουν και οι τοιχογραφίες του ναού. Οι μελετητές τους, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, σημειώνουν την αυστηρότητα των μορφών και την απλοποιημένη απόδοση των αρχιτεκτονημάτων. Η κατάσταση των τοιχογραφιών σήμερα δεν επιτρέπει την εξέταση του εικαστικού αυτού συνόλου.
Η Παναγία Χρυσοκέφαλος
Η "Μεγάλη Εκκλησία" της Τραπεζούντας και ίσως ο σημαντικότερος ναός της αυτοκρατορίας, η Παναγία Χρυσοκέφαλος, εντοπίζεται στη μέση πόλη, στο κέντρο ενός ευρύτερου κτηριακού συγκροτήματος. Η παράδοση αποδίδει την επωνυμία "Χρυσοκέφαλος" είτε στη χάλκινη κάλυψη των πλακών του τρούλου του ναού, που από μακριά φάνταζε χρυσός, είτε στην ύπαρξη σε αυτόν εικόνας της Θεοτόκου με ανάλογη χρυσή επένδυση. Επειδή όμως ο ναός αναφέρεται στις πηγές με την επωνυμία "Χρυσοκέφαλος" ήδη από τον 11ο αιώνα, ενώ ο τρούλος χρονολογείται στο 12ο ή ακόμα και στο 14ο αιώνα, η εκδοχή που αναφέρεται στην εικόνα πρέπει να θεωρηθεί πιο πιθανή. Πρόκειται για μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας που υπήρχε στο ναό προσαρτημένη ίσως σε έναν πεσσό. Γνωρίζουμε από φιλολογική πηγή του 14ου αιώνα ότι, μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση της τουρκικής επίθεσης στην πόλη το 1223, η εικόνα κοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Γίδωνα με "λίθους τιμίους και μαργάρους λαμπρούς", "θέλων απονείμαι τη Θεοτόκω [...] τα εικότα". Ο ίδιος αυτοκράτορας δώρισε στο ναό και ένα πολυτελώς διακοσμημένο ευαγγέλιο. Μαρτυρείται μάλιστα ότι ο Ανδρόνικος είχε περάσει στη Χρυσοκέφαλο την αγωνιώδη νύχτα πριν από τη θετική έκβαση του αγώνα. Οι πηγές της εποχής με γλαφυρότητα περιγράφουν την κρισιμότητα της κατάστασης και την επίκληση της θεϊκής βοήθειας από τον αυτοκράτορα: "τον περικαλλή και θείον νεών της πανυμνήτου κόρης κατελάμβανε, παννυχίους ύμνους και αιτήσεις συν ολοφυρμοίς δακρύων αναπέμπων Θεώ και τη Θεομήτορι".
Είναι κρίμα που σήμερα δεν έχει διασωθεί η εντυπωσιακή, όπως φαίνεται, εσωτερική διακόσμηση αυτού του εξαιρετικά σημαντικού ναού.
Ο Αγιος Ευγένιος πολιούχος της Τραπεζούντας και προστάτης των Μεγάλων Κομνηνών
Ο Βίος
O άγιος Ευγένιος, ο κατεξοχήν φωτιστής, δάσκαλος και πολιούχος της Τραπεζούντας και προστάτης των Μεγάλων Κομνηνών, γεννήθηκε, έζησε και μαρτύρησε σ' αυτή την πόλη του Πόντου τον 3ο αιώνα, επί των σκληρών διωκτών του χριστιανισμού, των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-310). Από νεαρή ηλικία ασκούσε με ζήλο το έργο του αποστόλου της χριστιανικής πίστης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταπολεμήσει την κυρίαρχη στην περιοχή λατρεία του φρυγικού θεού Μίθρα, προσπάθεια που οδήγησε στο μαρτυρικό θάνατό του.
Ο αγώνας του εναντίον της ειδωλολατρίας απέκτησε πιο συγκεκριμένους στόχους όταν μαζί με τους ομόφρονές του Ουαλεριανό και Κανίδιο από τη Χαλδία πήραν την τολμηρή απόφαση να καθαιρέσουν το άγαλμα και το βωμό του Μίθρα, παρά το διωγμό που μαινόταν στον Πόντο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μετά την πραγματοποίηση της απόφασής τους, οι τρεις νέοι διασκορπίστηκαν στα βουνά, ο Ευγένιος μάλιστα κατέφυγε σε σπήλαιο κάτω από το πατρικό του σπίτι, στις υπώρειες του λόφου που αργότερα πήρε το όνομά του και στον οποίο χτίστηκε ναός στη μνήμη του. Οι φανατικότεροι από τους οπαδούς του Μίθρα έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός της καταστροφής του βωμού στον ανθύπατο Λυσία, διοικητή Τραπεζούντας, ο οποίος απέστειλε στρατιωτικό σώμα για τη σύλληψη των δραστών. Ο Ευγένιος και μαζί του ο Ουαλεριανός, ο Κανίδιος και ένας ακόμα νέος, ο Ακύλας, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, μαστιγώθηκαν και τελικά αποκεφαλίστηκαν.
Ο βίος του αγίου Ευγενίου μάς είναι γνωστός από τα εγκώμια σ' αυτόν και τις διηγήσεις των θαυμάτων του. Πρόκειται για έργα λογίων της Βυζαντινής περιόδου, από τον 11ο ως το 14ο αιώνα.
 Η ανάπτυξη της λατρείας του Αγίου ευγενίου
Ο πρωτονοτάριος και πρωτοβεστιάριος Κωνσταντίνος Λουκίτης (α΄ μισό 14ου αιώνα) στο εγκώμιό του για τον άγιο Ευγένιο αναφέρεται στην ιδιαίτερη ευλάβεια με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα λείψανα του ιδίου και των συμμαρτύρων του Ουαλεριανού, Κανιδίου (ή Κανδίδου) και Ακύλα και στην τιμή που τους αποδόθηκε. Τα λείψανα και ιδιαίτερα οι κεφαλές των αγίων "λάρναξιν αργυρέοις άμα και χρυσαυγίζουσιν ως θησαυροί πλουσίως εναπετέθησαν", ενώ διακοσμήθηκαν "χρυσώ και λίθοις [...] και μαργάρων πλήθει".
Η λατρεία του αγίου Ευγενίου φαίνεται ότι άρχισε να αναπτύσσεται από τον 5ο αιώνα και εξής στην Τραπεζούντα. Ο περικαλλής ναός και η μονή που συγκροτήθηκε γύρω του αποδεικνύουν την ιδιαίτερη τιμή που έχαιρε ο άγιος. Η αργυρή λειψανοθήκη που βρίσκεται σήμερα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας αποτελεί εξάλλου μια εικαστική έκφραση της σημαίνουσας θέσης του αγίου Ευγενίου και των συμμαρτύρων του στη θρησκευτική παράδοση της πόλης. Θεωρείται ότι προέρχεται από εργαστήριο της Τραπεζούντας και συγκαταλέγεται σε ένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους.
Τα κείμενα που αφιερώθηκαν στον άγιο Ευγένιο, δηλαδή το εγκώμιο και οι διηγήσεις των θαυμάτων του, χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι το 14ο αιώνα. Σ' αυτά περιλαμβάνονται και θαύματα σωτηρίας της πόλης, γεγονός που δηλώνει την ευρεία απήχηση της λατρείας του. Η απεικόνιση της μορφής του αγίου τόσο σε νομίσματα, όσο και σε εμβλήματα των Μεγάλων Κομνηνών, αποτελεί ομοίως ένδειξη της έντονης παρουσίας του στην κοινωνική ζωή και την καθημερινότητα των κατοίκων της και επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη τιμή που απολάμβανε ως προστάτης της δυναστεύουσας οικογένειας και της "θεόσωστης και θεοσυντήρητης" πόλης της Τραπεζούντας.
Το πανηγύρι του Αγίου Ευγενίου, τέλος, διαδραμάτιζε ένα πολυσήμαντο ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης. Η μονή του συνδεόταν οικονομικά με τα καραβάνια που έρχονταν από την ενδοχώρα του Πόντου και ιδιαίτερα από την Παϊπέρτη. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι και στην Παϊπέρτη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η λατρεία του αγίου. Εμποροπανηγύρεις υπό την προστασία του θα πρέπει να οργανώνονταν αρκετές φορές το χρόνο, ωστόσο το περίφημο πανηγύρι γινόταν στις 24 Ιουνίου, οπότε λάμβαναν χώρα γιορτές που περιγράφονται με ενάργεια από τις πηγές.
Ο Ναός του Αγίου Ευγενίου
Στο πλαίσιο αναγνώρισης και προβολής της μνήμης του αγίου Ευγενίου ανεγέρθηκε και ναός στον ομώνυμο λόφο ως τμήμα ενός ευρύτερου μοναστηριακού συγκροτήματος. Χτισμένος μόλις 190 μέτρα ανατολικά της ακρόπολης της Τραπεζούντας και με θέα προς το φαράγγι που τον περιβάλλει, διακρινόταν για την οχυρή θέση του. Πρόκειται για μια βασιλική που μετασκευάστηκε σε τρουλαίο ναό, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, με πενταγωνική κεντρική αψίδα και πεταλόμορφες αψίδες στα παραβήματα. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατασκευάστηκε ο ναός, πάντως στις αρχές του 11ου αιώνα υπήρχε ήδη, οπότε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος χορήγησε τη διακόσμησή του. Επισκευές και μετασκευές πραγματοποιήθηκαν στο μνημείο περίπου το 1291 και μετά το 1340, ενώ στην τελευταία πεντηκονταετία του 14ου αιώνα προστέθηκαν αυτοκρατορικά πορτρέτα και τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού. Φαίνεται πως όλοι οι Μεγάλοι Κομνηνοί, από τον Αλέξιο Α΄ ως τον Αλέξιο Γ΄, θέλησαν να δηλώσουν την παρουσία τους στο αφιερωμένο στον προστάτη άγιό τους καθίδρυμα. Τοιχογραφημένο ήταν επίσης και τμήμα των εξωτερικών επιφανειών του ναού. Οι τοιχογραφίες του 14ου αιώνα στο εσωτερικό του είναι σήμερα ασβεστωμένες και ίσως να διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
Το εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων και η σχολή αστρονομίας του Αγίου ευγενίου
Η σημασία της Mονής του Αγίου Ευγενίου και ο ρόλος της στην πνευματική ζωή της Τραπεζούντας καταδεικνύεται από δύο πολύτιμες μαρτυρίες: η πρώτη είναι ένα χειρόγραφο του 14ου αιώνα, που σήμερα βρίσκεται στη Μονή Σινά, το οποίο γνωρίζουμε ότι γράφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ευγενίου από τον αυτοκρατορικό νοτάριο Γεώργιο Ρεφερενδάριο. Πρόκειται δηλαδή για μια, μεμονωμένη έστω, ένδειξη ότι στη μονή λειτουργούσε σκριπτόριο, δηλαδή εργαστήριο "παραγωγής βιβλίων" και αντιγραφής κωδίκων.
Η δεύτερη πληροφορία αφορά στη λειτουργία σχολής αστρονομίας στη μονή, καθώς φαίνεται ότι ο Χιονιάδης, γιατρός από την Κωνσταντινούπολη που έζησε για ένα διάστημα στην Τραπεζούντα, παρέδιδε στο χώρο του μοναστηριού μαθήματα αστρονομίας, τα οποία παρακολουθούσαν και Αρμένιοι. Το στοιχείο αυτό αποτελεί τεκμήριο για το ρόλο της μονής στην παιδεία και στον πολιτισμό της Τραπεζούντας και έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά μαρτυριών, σύμφωνα με τις οποίες η πόλη αποτέλεσε κέντρο καλλιέργειας της αστρονομίας και προώθησης των σχετικών ερευνών.
Τα τείχη της Τραπεζούντας
Τα τείχη της Τραπεζούντας σώζονται ακόμη και σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ιστορία τους είναι συνυφασμένη με εκείνη της πόλης.
Η τειχισμένη πόλη αποτελείται από τρία τμήματα που διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, φαινόμενο ιδιαίτερα συνηθισμένο στις βυζαντινές πόλεις, όπως για παράδειγμα ο Μυστράς ή τα Σέρβια. Η οργάνωση του αστικού χώρου σε δύο ή τρία μέρη δεν ήταν τυχαία, αλλά σχετιζόταν με τη λειτουργία των τμημάτων αυτών και τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν στο καθένα. Το ανώτερο τμήμα, η ακρόπολη, το Κάστρο των Βυζαντινών, περιέκλειε συνήθως το διοικητικό κέντρο της πόλης. Το μεσαίο, η Άνω ή Μέση Χώρα, ήταν η κατοικία των αρχόντων, ενώ το τρίτο κατώτερο τμήμα, το οποίο συνήθως τειχιζόταν αργότερα, μετά την αύξηση του πληθυσμού, προοριζόταν για τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης.
Στην πόλη της Τραπεζούντας συναντάμε πρώτο το τμήμα εκείνο των τειχών που χτίστηκε τελευταίο. Πρόκειται για το Εξώκαστρον, την κάτω πόλη, η οποία δεν ήταν οχυρωμένη μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ο Αλέξιος Β΄ Μεγάλος Κομνηνός (1297-1330) αποφάσισε να οχυρώσει το χώρο. Αυτή την ενέργεια φαίνεται ότι υπαγόρευσαν μεταξύ άλλων και οι σελτζουκικές επιθέσεις που είχαν προηγηθεί, από τις οποίες είχε φανεί ότι το τμήμα της πόλης που ήταν ήδη τειχισμένο ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι κατά την ίδια αυτή περίοδο (πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα), οι Βενετοί και οι Γενουάτες ενίσχυσαν την προστασία των δικών τους εγκαταστάσεων στα ανατολικά προάστια της Τραπεζούντας. Η δραστηριότητα αυτή θα έδωσε στον Αλέξιο ένα επιπλέον κίνητρο για τη διεύρυνση των οχυρωματικών έργων. Η ανέγερση των εξωτερικών τειχών από το συγκεκριμένο αυτοκράτορα περιγράφεται και από τις φιλολογικές πηγές της εποχής.
Σε αντίθεση με την κάτω πόλη, στη μεσαία πόλη και στην ακρόπολη έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα οχύρωσης ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Ανεβαίνοντας από το Εξώκαστρον προς τη μέση πόλη βρίσκεται κανείς στην περιοχή όπου δέσποζε ο ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου. Σε επίσημο έγγραφο του 14ου αιώνα ο ναός αναφέρεται ως "ecclesia beate Marie Crisocofole", ενώ ορίζεται και το πού βρίσκεται "sita in castro Trapesonde". Σε πηγές του 14ου και του 15ου αιώνα, ο μεσαίος αυτός χώρος της οχυρωμένης πόλης μνημονεύεται ως "κάστρον" και αναφέρεται συχνά με τους προσδιορισμούς "μέγα" και "παλαιόν".
Στην κορυφή της τειχισμένης Τραπεζούντας δέσποζε η ακρόπολη, ο "κουλάς", όπως διαβάζουμε στις πηγές. Πρόκειται για το κατεξοχήν συνδεδεμένο με την αυτοκρατορική εξουσία τμήμα της πόλης, καθώς εδώ βρίσκονταν τα ανάκτορα, ο τόπος κατοικίας και το διοικητικό κέντρο των Μεγάλων Κομνηνών. Σε μία σειρά χαμένων σήμερα επιγραφών μνημονεύονταν διάφοροι από τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Μεγάλων Κομνηνών, οι οποίοι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με επεμβάσεις και προσθήκες, θέλησαν να αφήσουν τα ίχνη τους σε αυτή την περίοπτη θέση της Τραπεζούντας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πύργος του Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού που σώζεται ως τις μέρες μας.
Το Λεοντόκαστρο
H κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 σηματοδότησε την αρχή της εδραίωσης των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων στην ανατολική Mεσόγειο. Mετά την ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης το 1261 από το Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο οι Iταλοί, κυρίως οι Γενουάτες και οι Bενετοί, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν εμπορικά προνόμια και να προσαρτήσουν βυζαντινά εδάφη με στρατηγική και οικονομική σημασία, με σκοπό τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών.
Tα προνόμια που τους είχαν χορηγήσει οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες διευκόλυναν την ελευθερία διακίνησης προσώπων και εμπορευμάτων. Παρέχοντας ως αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια ή συμμαχία, οι ιταλικές πόλεις κατάφερναν να ανανεώνουν συχνά τις σχετικές συνθήκες με τους Bυζαντινούς.
Παράλληλα τους είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργήσουν εμπορικούς σταθμούς, όπου ήταν αυτόνομοι, έχοντας τη δική τους κυβέρνηση, τους δικούς τους τόπους διαμονής και χώρους λατρείας, τα δικά τους μέτρα, σταθμά και δικαστήρια. Oι εδαφικές αυτές κτήσεις έπαιξαν, όπως ήταν φυσικό, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ιταλικού εμπορίου.
Oι Bενετοί εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Γενουάτες αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στο Δουκάτο των Αθηνών και στη συνέχεια στην Kωνσταντινούπολη, όπου κέντρο της δραστηριότητάς τους υπήρξε το προάστιο του Γαλατά, το οποίο από το 1267 και μετά γνώρισε σημαντική οικιστική και οικονομική ανάπτυξη. Aπό τα τέλη του 13ου αιώνα οι Γενουάτες επεκτάθηκαν σε πολλά λιμάνια του Aιγαίου και της Mαύρης Θάλασσας, απειλώντας έτσι έντονα τους Βενετούς εμπόρους.
Στην Tραπεζούντα η παρουσία των Γενουατών ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα τούς δόθηκε από τους Mεγάλους Kομνηνούς το σημαντικότερο στρατηγικό και εμπορικό σημείο της πόλης, το Λεοντόκαστρο, δηλαδή το ισχυρό κάστρο που βρισκόταν στην νοτιοδυτική άκρη του εμπορικού λιμανιού του Δαφνούντος. Eδώ οι Γενουάτες δημιούργησαν μια μικρογραφία του Γαλατά της Kωνσταντινούπολης, όπου είχε την έδρα του ο πρόξενος και το προσωπικό του και υπήρχαν εμπορικά καταστήματα, φούρνοι και πανδοχεία για τους Γενουάτες εμπόρους που έφταναν στην πόλη.
Το Βενετικό κάστρο
Η παρουσία των Βενετών εμπόρων στην Τραπεζούντα δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο των Γενουατών και αντίστοιχα λιγότερο σημαντικές ήταν και οι κτήσεις τους στην πόλη αυτή. Προνόμια που τους δόθηκαν με χρυσόβουλα των Mεγάλων Kομνηνών το 1319, 1364 και 1367 επέτρεψαν τη δημιουργία ναυτικών βάσεων στην Τραπεζούντα. Και τα τρία χρυσόβουλα εντόπιζαν και περιέγραφαν το χώρο των βενετικών εγκαταστάσεων. Ο χώρος και τα δικαιώματα που παραχωρούνταν με το χρυσόβουλο του 1319 ήταν μάλλον μέτρια, συγκρινόμενα μάλιστα με τα αντίστοιχα των Γενουατών. Η βάση των Βενετών περιλάμβανε μια μικρή περιοχή, η οποία τοποθετούνταν δυτικά του Λεοντοκάστρου, ανατολικά από το ναό του αγίου Γρηγορίου Νύσση και βόρεια σε σχέση με το Μαϊτάνιν και έφτανε προφανώς μέχρι τη θάλασσα.
Από το 1345 μέχρι το 1363 δεν έχουμε μαρτυρία για τη διεξαγωγή επίσημου εμπορίου μεταξύ των Βενετών και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ούτε και για την ύπαρξη εγκατάστασης των Βενετών στο χώρο αυτής. Το 1363 ωστόσο ο Αλέξιος Γ΄ επανέφερε τους Βενετούς στην Τραπεζούντα, παραχωρώντας τους μια έκταση πίσω από τη μονή του Αγίου Θεοδώρου του Γαβρά μέχρι τη θάλασσα, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Γενουατών. Το τρίτο σχετικό με τους Βενετούς χρυσόβουλο του 1367 ανήκε ξανά στον Αλέξιο Γ΄. Οι Βενετοί δεν είχαν πλέον την άδεια να δημιουργήσουν μόνο μια απλή εμπορική βάση, χτίζοντας σπίτια, ναό, αποθήκες, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά και να χτίσουν κάστρο. Ο ίδιος ο Αλέξιος μάλιστα υποσχέθηκε να χτίσει με δική του δαπάνη ένα ενισχυτικό τείχος, έναν πύργο, μία τάφρο και γέφυρες. Οι Βενετοί κράτησαν το ονομαζόμενο "κάστρο" τους μέχρι τέλους, ενώ επισκευές και επιμέρους επιχορηγήσεις αναφέρονται μέχρι το 1447. Ο εντοπισμός της γεωγραφικής θέσης του Βενετικού κάστρου, της τρίτης δηλαδή εγκατάστασης των Βενετών στην πόλη της Τραπεζούντας, υπήρξε προβληματική για τους επιστήμονες. Κάποια όμως αρχαιολογικά κατάλοιπα που πλέον δε σώζονται, καθώς και οι περιγραφές των ιστορικών κειμένων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Βενετικό κάστρο βρισκόταν σε ένα μικρό ακρωτήριο, στο ανατολικό εκτός των τειχών τμήμα της πόλης.
Γλωσσάρι Προσωπογραφικό Τοπωνυμίων Ορων πατήστε ΕΔΩ
Πηγή:Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ime.gr