Γεωγραφικά το Άγιο όρος βρίσκεται στην ανατολική χερσόνησο της Χαλκιδικής. Όμως σε θέματα πίστης και πολιτισμού το Άγιο Όρος αποτελεί το κέντρο της ζωής στη Μακεδονία για περισσότερα από 1000 χρόνια.
Ιστορικά το Άγιο Όρος ακολούθησε τη μοίρα της Μακεδονίας, δηλ. μοιράστηκε τη δόξα του Βυζαντίου, την οθωμανική κατάκτηση, υπέστη τα αποτελέσματα επαναστάσεων, ήττες, καταστροφές, ελπίδες και απογοητεύσεις και μετά το 1912 εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος.
Όλα αυτά τα χρόνια το Άγιο Όρος δεν σταμάτησε να επηρεάζει σημαντικά την πολιτιστική και θρησκευτική ζωή στον ορθόδοξο κόσμο και στη Μακεδονία ειδικότερα.
Ιστορικά το Άγιο Όρος ακολούθησε τη μοίρα της Μακεδονίας, δηλ. μοιράστηκε τη δόξα του Βυζαντίου, την οθωμανική κατάκτηση, υπέστη τα αποτελέσματα επαναστάσεων, ήττες, καταστροφές, ελπίδες και απογοητεύσεις και μετά το 1912 εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος.
Όλα αυτά τα χρόνια το Άγιο Όρος δεν σταμάτησε να επηρεάζει σημαντικά την πολιτιστική και θρησκευτική ζωή στον ορθόδοξο κόσμο και στη Μακεδονία ειδικότερα.
Το Άγιο όρος είναι η αρχαιότερα ζωντανή μοναστική πολιτεία. Βρίσκεται στη χερσόνησο του Άθω στη Χαλκιδική. Επίσημα εμφανίστηκε το 963 όταν ο μοναχός Αθανάσιος ο Αθωνίτης άρχισε να χτίζει τη μονή της Μεγίστης Λαύρας, όμως η περιοχή συγκέντρωνε αναχωρητές μοναχούς από τα μέσα του 9ου αι.
Στην πορεία του χρόνου δημιουργήθηκαν πολλές μονές από τις οποίες συνεχίζουν να υφίστανται είκοσι μονές και δώδεκα σκήτες. Παράλληλα αρκετοί μοναχοί διαμένουν σε κελιά, καθίσματα και ησυχαστήρια. Το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους είναι οι Καρυές.
Στην πορεία του χρόνου δημιουργήθηκαν πολλές μονές από τις οποίες συνεχίζουν να υφίστανται είκοσι μονές και δώδεκα σκήτες. Παράλληλα αρκετοί μοναχοί διαμένουν σε κελιά, καθίσματα και ησυχαστήρια. Το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους είναι οι Καρυές.
Ο Αθως κατά την αρχαία ελληνική εποχή
Το όνομα Αθως προέρχεται σύμφωνα με μια παράδοση από τον Γίγαντα Αθω, ο οποίος κατά τη Γιγαντομαχία έριξε στον Ποσειδώνα ένα μεγάλο βράχο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η χερσόνησος. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Ποσειδώνας έριξε στον Αθω ένα τεράστιο βράχο και τον καταπλάκωσε στη θέση που έχει σήμερα το βουνό.
Ο Αθως αναφέρεται από τον Ομηρο στην Ιλιάδα (Ξ 219). Ο Ηρόδοτος αναφέρει τις εξής αρχαίες πόλεις στην περιοχή του Αθω: Σάνη, Ολόφυξος, Ακρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί[1]. Ο Στράβων αναφέρει επιπλέον την πόλη Χαράδρια, ενώ ο Πλίνιος αρκετούς αιώνες αργότερα μνημονεύει την ύπαρξη των πόλεων Ουρανούπολις, Παλαιώτριον, Θύσσον, Κλέωνας και Απολλωνία.
Η εξακρίβωση της θέσης των πόλεων αυτών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η Σάνη τοποθετείται από τους περισσοτέρους στη θέση Τρυπητή, δίπλα στη διώρυγα του Ξέρξη, το Δίον στον Πλατύ Γιαλό στον κόλπο της Ακάνθου στην Ιερισσό, η Ολόφυξος στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, η Ακρόθωον, κοντά στο ακρωτήριο του Αθω, η Θύσσος στην περιοχή των μονών Δοχειαρίου και Κωνσταμονίτου, και οι Κλεωνές κοντά στη μονή Ξηροποτάμου. Η Χαραδρία πιθανόν να βρισκόταν κοντά στη σημερινή μονή Βατοπεδίου.
Οι πόλεις αυτές κατοικούνταν κυρίως από Θράκες και Πελασγούς[2]. Ολες οι πόλεις υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες επί της βασιλείας του Φιλίππου Β’. Αργότερα πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων μαζί με τις άλλες περιοχές της Μακεδονίας το 168 π.Χ. Οι περισσότερες από τις πόλεις που αναφέρθηκαν παραπάνω καταστράφηκαν πριν την έλευση των Ρωμαίων, όμως κάποιες από αυτές θα πρέπει να παρέμειναν κατοικημένες και τους επόμενους αιώνες, διότι υπάρχουν ευρήματα από την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Ο Αθως κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες
Σύμφωνα με την παράδοση, μια τρικυμία ανάγκασε την Παναγία, που ταξίδευε με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη για να συναντήσει τον Λάζαρο, να καταφύγει στη θέση της σημερινής μονής Ιβήρων. Η περιοχή της άρεσε ιδιαίτερα και ζήτησε από τον Χριστό να της δωρίσει τη χερσόνησο.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε άρχισαν να εγκαθίστανται οι πρώτοι ασκητές στον Αθω. Πάντως φαίνεται ότι τον 8ο αι. θα πρέπει κάποιοι εικονολάτρες μοναχοί να κατέφυγαν στον Αθω, διότι στην Οικουμενική Σύνοδο του 843 έλαβαν μέρος ασκητές μοναχοί από τον βιθυνικό Ολυμπο, την Ιδη και τον Αθω.
Επομένως όχι μόνον θα πρέπει να είχαν εγκατασταθεί στον Αθω τα προηγούμενα χρόνια ασκητές μοναχοί, αλλά θα πρέπει να είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη για την αρετή τους και για τις θεολογικές τους απόψεις.
Στα τέλη του 9ου αι. υπήρχαν στη χερσόνησο του Αθω πολλοί ερημίτες, μικρές σκήτες και λαύρες, κυρίως στην περιοχή του Ισθμού. Μεταξύ των ερημιτών ξεχώρισαν οι μορφές του Πέτρου του Αθωνίτη και του Ευθυμίου Θεσσαλονίκης. Την ίδια εποχή (872), όπως αναφέρεται και σε σιγίλλιο του Βασιλείου Α’ που δεν σώθηκε, είχε ιδρυθεί η μονή Κολοβού κοντά στην Ιερισσό.
Το 911 η Εδρα του Πρώτου, η «Καθέδρα των Γερόντων» έχει μεταφερθεί από τη θέση της κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη, σε νέα θέση, στη «Μέση», όπως αποκαλούνταν τότε οι Καρυές. Η μετακίνηση αυτή πρέπει να οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των μοναχών και στην επέκταση του μοναχισμού σε όλη τη χερσόνησο του Αθω. Η «Μέση» χρησίμευε ως τόπος κατοικίας του Πρώτου που εκλέγονταν από τους μοναχούς όλων των μοναστηριών και ήταν ο πνευματικός ιεράρχης. Είχε εξουσία εκκλησιαστική, μπορούσε να μετέχει στις πατριαρχικές συνόδους, να χειροτονεί, να εγκαθιστά και να αποκαθιστά ηγουμένους.
Πάντως η κατάσταση του μοναχισμού στο α’ μισό του 9ου αι. δεν ήταν καλή. Οι περισσότεροι μοναχοί ακολουθούσαν ακόμη τους κανόνες του ερημιτισμού, έμεναν σε αυτοσχέδιες καλύβες, τρέφονταν με τους καρπούς αγρίων δένδρων και υπέφεραν από τις συχνές επιδρομές των πειρατών. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με την άφιξη στο Αγιο Ορος του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη.
Οσιος Αθανάσιος Αθωνίτης
Ο Αγιος είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα του Πόντου από εύπορους γονείς. Εκάρη μοναχός και μόνασε επί τέσσερα χρόνια στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Από εκεί έφυγε για να μονάσει στο Αγιο Ορος.
Το 961, ύστερα από τη συνάντησή του με τον τότε πανίσχυρο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, άρχισε την ανέγερση της μονής της Μεγίστης Λαύρας, ενός μοναστηριού στο οποίο επρόκειτο να μονάσει στα γεράματά του και ο ίδιος ο Νικηφόρος Φωκάς.
Το 961, ύστερα από τη συνάντησή του με τον τότε πανίσχυρο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, άρχισε την ανέγερση της μονής της Μεγίστης Λαύρας, ενός μοναστηριού στο οποίο επρόκειτο να μονάσει στα γεράματά του και ο ίδιος ο Νικηφόρος Φωκάς.
Όμως η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα του Αθανασίου προκάλεσε την αντίδραση των περισσοτέρων ασκητών, που συσπειρώθηκαν γύρω από τον μοναχό Παύλο Ξηροποταμίτη, κατηγόρησαν τον όσιο Αθανάσιο στον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή ότι αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Αγίου Ορους. Ο αυτοκράτορας ρύθμισε τις διαφορές με ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, τον περίφημο «Τράγο», το παλαιότερο έγγραφο με αυτοκρατορική υπογραφή.
Με το τυπικό αυτό ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η δραστηριότητα του οσίου Αθανασίου. Μέχρι το θάνατό του το 1000 ο Αθανάσιος όχι μόνον δημιούργησε το μεγάλο και επιβλητικό οικοδομικό συγκρότημα της Μεγίστης Λαύρας, αλλά εξασφάλισε επαρκή έσοδα για τη συντήρηση του μοναστηριού και έθεσε τις βάσεις για τον κοινοβιακό μοναχισμό.
Ο Αθως τον 11ο-15ο αι.
Τον 11ο και 12ο αιώνα ο Αθως μεταβλήθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά μοναστικά κέντρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκαν πολλές μονές, ενώ οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες με χρυσόβουλα και σιγγίλια παραχώρησαν στις μονές πολλά προνόμια και μεγάλες γεωργικές εκτάσεις. Την ίδια εποχή που οι μοναστικές κοινότητες της Μικράς Ασίας εξαφανίζονταν λόγω των επιδρομών των Σελτζούκων Τούρκων, στον Αθω τα κοινόβια ανθούσαν, η έγγεια περιουσία τους αυξανόταν συνεχώς και ταυτόχρονα αυξανόταν η επιρροή τους, ενώ η παράδοση των ασκητών ερημιτών εξακολούθησε να παραμένει ζωντανή.
Η εγκατάσταση των Λατίνων στην Ελλάδα μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας προκάλεσε μεγάλα δεινά στα μοναστήρια του Αθω, σε σημείο που οι Αγιορείτες μοναχοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν την προστασία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Και τα επόμενα χρόνια όμως, μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, οι Αγιορείτες υπέφεραν πολλά διότι τάχθηκαν εναντίον της επιδιωκόμενης από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ένωσης των δυο εκκλησιών, καθολικής και ορθοδόξου.
Ο 14ος αιώνας ήταν αιώνας διαρκών κινδύνων και ακμής για το Αγιο Ορος. Στην αρχή του αιώνα οι μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας επέδραμαν στο Αγιο Ορος επί δυο έτη (1307-1309), άλωσαν πολλές μονές, λεηλάτησαν τους θησαυρούς της Χριστιανοσύνης και τρομοκρατούσαν τους μοναχούς. Από τις 300 μονές που υπήρχαν στον Αθω στις αρχές του 14ου αι. στο τέλος του δεν υπήρχαν παρά μόνο 35.
Όμως στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία πέρασε στην κυριαρχία του Σέρβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν, ο οποίος επισκέφθηκε το Αγιο Ορος και ενίσχυσε οικονομικά πολλές μονές. Επίσης ιδρύθηκαν πολλές μονές, εικονογραφήθηκαν ναοί και Τράπεζες, ενώ η ποιότητα του μοναστικού βίου βελτιώθηκε με την εμφάνιση του κινήματος των Ησυχαστών.
Το κίνημα του Ησυχασμού
Οι μοναχοί του Αγίου Ορους αποδέχθηκαν τον Hσυχασμό. Σύμφωνα με τον ιδρυτή της «Ησυχίας», Γρηγόριο Σιναίτη, οι μοναχοί μπορούσαν να δουν το θαβώριο φως, αν ήταν ενάρετοι, δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά μόνον με τη προσευχή, καθισμένοι από το πρωί ως το βράδυ στο ίδιο μέρος, συγκεντρωμένοι και επαναλαμβάνοντας νοερά την προσευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με…».
Η ελπίδα ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να φθάσουν κοντά στο Θεό ήταν ίσως μια αντίδραση στους συνεχώς αυξανόμενους εξωτερικούς κινδύνους και στην κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ελπίδα ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να φθάσουν κοντά στο Θεό ήταν ίσως μια αντίδραση στους συνεχώς αυξανόμενους εξωτερικούς κινδύνους και στην κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το κίνημα του Ησυχασμού δίχασε τη βυζαντινή κοινωνία. Ορισμένοι δέχθηκαν τον Hσυχασμό με φανατισμό, άλλοι αντέδρασαν βίαια, εξαιτίας κυρίως των υπερβολών, στις οποίες προέβαιναν μερικοί ζηλωτές. O Hσυχασμός υποστηρίχθηκε κι από τους Bυζαντινούς αριστοκράτες και τελικά επικράτησε σε τρεις συνόδους (1341, 1347, 1351). O Γρηγόριος Παλαμάς, πρώην μοναχός στο Αγιο Ορος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και υπερασπιστής του Hσυχασμού ανακηρύχθηκε άγιος, όπως και πολλοί άλλοι ηγέτες των ησυχαστών. Η προσπάθεια του μοναχού Βαρλαάμ και του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ να καταπολεμήσουν το κίνημα του Ησυχασμού και να περιορίσουν την εξάπλωσή του δεν είχε αποτέλεσμα, τουλάχιστον στο Αγιο Ορος.
Η οθωμανική κυριαρχία
Οι Οθωμανοί Τούρκοι εμφανίστηκαν στον Αθω για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αι. ενώ στις αρχές του 15ου αι. το Αγιο Ορος έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι μοναχοί κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση των προνομίων τους, της διοικητικής αυτονομίας τους και της κτηματικής περιουσίας τους από τους σουλτάνους Μουράτ Β’ και τους επιγόνους του όμως ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν ετήσιο κεφαλικό φόρο (χαράτσι) καθώς και έκτακτους πολύ υψηλούς φόρους .
Οι μοναχοί κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση των προνομίων τους, της διοικητικής αυτονομίας τους και της κτηματικής περιουσίας τους από τους σουλτάνους Μουράτ Β’ και τους επιγόνους του όμως ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν ετήσιο κεφαλικό φόρο (χαράτσι) καθώς και έκτακτους πολύ υψηλούς φόρους .
Όμως, παρά τις κατά καιρούς επίσημες εγγυήσεις των σουλτάνων- οι Οθωμανοί προσπάθησαν δύο φορές να δημεύσουν την ακίνητη περιουσία των μονών του Αθω. Την πρώτη το 1432/33 από τον σουλτάνο Mουράτ και τη δεύτερη το 1568 από τον σουλτάνο Σελίμ B'. Οι Aγιορείτες και τις δυο φορές κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τα κτήματά τους καταβάλοντας υψηλά ποσά.
Η αβεβαιότητα των καιρών και η υψηλή φορολογία μείωσαν τον αριθμό των μοναχών και οδήγησαν αρκετές μονές στην ερήμωση. Οι μοναχοί προτιμούσαν να μονάζουν σε κελιά και σε σκήτες και απέφευγαν τα μοναστήρια. Οι μονές αναγκάστηκαν να μετατραπούν από κοινοβιακές σε ιδιόρρυθμες. Μια προσπάθεια που έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στα τέλη του 16ου αι. να μετατραπούν οι μονές και πάλι σε κοινοβιακές δεν είχε διαρκή αποτελέσματα. Τον 16ο και το πρώτο μισό του 17ου αι. οι μονές βρίσκονταν σε πλήρη αδυναμία να συντηρήσουν τους μοναχούς και να αποπληρώσουν τα χρέη τους . Όμως από το δεύτερο μισό του 17ου αι. οι ηγούμενοι των μονών στράφηκαν προς τους ηγεμόνες της Ρωσίας, της Βλαχίας και της Μολδαβίας και εκείνοι άρχισαν να πραγματοποιούν μεγάλες δωρεές στις αγιορείτικες μονές.
Η Αθωνιάδα Σχολή
Τον 18ο αι. η οικονομική ένδεια των μονών συνεχίστηκε. Παρά τη φτώχεια των μονών άρχισε να εμφανίζεται μια κίνηση για την διάδοση των γραμμάτων στην περιοχή του Αθω. Μάλιστα στα μέσα του αιώνα αυτού συστάθηκε η Αθωνιάδα Σχολή σε κτίριο κοντά στη μονή Βατοπεδίου με σκοπό να παρέχει γνώσεις θεολογίας, φιλοσοφίας και λογικής στους μοναχούς και σε όσους ήθελαν να ακολουθήσουν το μοναχισμό.
Τα πρώτα χρόνια που διευθυντής της Σχολής ήταν ο Ελληνας Διαφωτιστής Ευγένιος Βούλγαρης, η Σχολή προσήλκυσε πολλούς μαθητές και απέκτησε μεγάλη φήμη. Όταν όμως ο Βούλγαρης απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής, η Αθωνιάδα έπεσε σε παρακμή και το 1799 διέκοψε τη λειτουργία της .
Τα πρώτα χρόνια που διευθυντής της Σχολής ήταν ο Ελληνας Διαφωτιστής Ευγένιος Βούλγαρης, η Σχολή προσήλκυσε πολλούς μαθητές και απέκτησε μεγάλη φήμη. Όταν όμως ο Βούλγαρης απομακρύνθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής, η Αθωνιάδα έπεσε σε παρακμή και το 1799 διέκοψε τη λειτουργία της .
Τον 19ου αι. έγιναν πολλές κινήσεις για την επαναλειτουργία της και το 1832 άρχισε και πάλι να λειτουργεί ως «ιεροσπουδαστήριον». Το 1953 επανιδρύθηκε επίσημα η Αθωνιάδα Σχολή. Ονομάστηκε πλέον «Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία», στεγάζεται σε μια πτέρυγα της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές και ακολουθεί το ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Β’/θμιας εκπαίδευσης σε συνδυασμό με εκκλησιαστική παιδεία. Εχει 6 καθηγητές και 100 περίπου μαθητές.
Το Αγιο Ορος κατά του νεότερους χρόνους
Οι δυο πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. προοιώνιζαν μια νέα περίοδο ακμής για το Αγιο Ορος. Είχαν εξοφληθεί όλα σχεδόν τα χρέη των μονών, είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση νέων κτιρίων και αρκετές μονές επανήλθαν στο κοινοβιακό σύστημα.
Όμως το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821 έφερε νέες συμφορές στο Αγιο Ορος. Πολλοί μοναχοί ξεσηκώθηκαν και έλαβαν μέρος στις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις, χιλιάδες γυναικόπαιδα κατέφυγαν ως πρόσφυγες στον Αθω και τουρκικά ένοπλα σώματα εισήλθαν στο Αγιο Ορος, επέβαλαν βαρύτατη φορολογία και εγκατέστησαν στρατιωτικές φρουρές σε κάποιες μονές .
Όμως το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821 έφερε νέες συμφορές στο Αγιο Ορος. Πολλοί μοναχοί ξεσηκώθηκαν και έλαβαν μέρος στις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις, χιλιάδες γυναικόπαιδα κατέφυγαν ως πρόσφυγες στον Αθω και τουρκικά ένοπλα σώματα εισήλθαν στο Αγιο Ορος, επέβαλαν βαρύτατη φορολογία και εγκατέστησαν στρατιωτικές φρουρές σε κάποιες μονές .
Η λήξη της ελληνικής επανάστασης έφερε και πάλι την ηρεμία στο Αγιο Ορος και άρχισε να αυξάνεται ο αριθμός των μοναχών. Πολλοί από αυτούς μάλιστα δεν ήταν Ελληνες, αλλά Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, Ρουμάνοι, κλπ. Μάλιστα κάποιες σλαβικές χώρες, με πρώτη τη Ρωσία είδαν το γεγονός αυτό ως ευκαιρία για επέκταση της επιρροής τους στην περιοχή.
Παρείχαν μεγάλα ποσά για την ανοικοδόμηση των παλαιών μονών και για την ίδρυση νέων σκητών . Ετσι η μονή Ζωγράφου τέθηκε υπό βουλγαρική επιρροή, η μονή Χιλανδαρίου υπό σερβική επιρροή και η μονή Αγίου Παντελεήμονος υπό ρωσική επιρροή. Επίσης οι Βούλγαροι ίδρυσαν την κοινοβιακή σκήτη Μπογκορόντιτσα, οι Ρώσοι την κοινοβιακή σκήτη του Αγίου Ανδρέα και οι Ρουμάνοι την κοινοβιακοί σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Παρείχαν μεγάλα ποσά για την ανοικοδόμηση των παλαιών μονών και για την ίδρυση νέων σκητών . Ετσι η μονή Ζωγράφου τέθηκε υπό βουλγαρική επιρροή, η μονή Χιλανδαρίου υπό σερβική επιρροή και η μονή Αγίου Παντελεήμονος υπό ρωσική επιρροή. Επίσης οι Βούλγαροι ίδρυσαν την κοινοβιακή σκήτη Μπογκορόντιτσα, οι Ρώσοι την κοινοβιακή σκήτη του Αγίου Ανδρέα και οι Ρουμάνοι την κοινοβιακοί σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Η οθωμανική κυριαρχία τερματίστηκε το 1912, όταν ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Μια ελληνική ναυτική μοίρα αποβιβάστηκε στη Δάφνη και κατέλαβε την περιοχή. Τα διεθνή συνέδρια που ακολούθησαν τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν μπόρεσαν να αποσαφηνίσουν το καθεστώς του Αγίου Ορους. Τελικά η συνθήκη της Λωζάννης αναγνώρισε ότι το Αγιο Ορος βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία, αλλά «αποτελεί αυτοδιοίκητον τμήμα του ελληνικού κράτους, του οποίου η κυριαρχία παραμένει άθικτος επ’ αυτού».
Όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί την Ελλάδα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ιερά Επιστασία του Αγίου Ορους ζήτησε από τον Αδόλφο Χίτλερ να αναλάβει υπό την προσωπική του προστασία τον Αθω, κάτι που αποδέχθηκε. Ετσι οι κατακτητές, Γερμανοί και Βούλγαροι, δεν επενέβησαν στο Αγιο Ορος. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, ο Αθως πέρασε για ένα μικρό διάστημα στην κυριαρχία των ανταρτών, και μετά εγκαταστάθηκαν οι ελληνικές διοικητικές αρχές.
Το φυσικό περιβάλλον
Ο Αθως είναι η ανατολική από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Εχει μήκος περίπου 60 χλμ. και πλάτος 7-19 χλμ. Είναι η πιο ορεινή και πιο αλίμενη χερσόνησος της Χαλκιδικής. Απουσιάζουν οι πεδινές εκτάσεις. Τη χερσόνησο διασχίζει ένας μεγάλος ορεινός όγκος, κατάφυτος, που καταλήγει στη βραχώδη κορυφή του Αθω (ύψος 2033 μ.) κοντά στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου. Ο ορεινός αυτός όγκος σχίζεται από βαθιές χαράδρες, στις οποίες ρέουν βαθιοί χείμαρροι και πολλά ρυάκια. Μόνο στο νότιο άκρο της χερσονήσου το νερό είναι περιορισμένο.
Η βλάστηση είναι πυκνή σε όλη τη χερσόνησο του Αθω και εναλλάσσονται πολλά οικοσυστήματα. Υπάρχουν η ζώνη των μεσογειακών αειθαλών φυτών (πεύκα, πουρνάρια, κυπαρίσσια, αγριελιάς, σχίνου, δάφνης, κουμαριάς, ερείκης κλπ.), υψηλότερα απαντώνται τα φυλλοβόλα δάση δρυός, καστανιάς, φλαμουριάς και μαύρης πεύκης. ενώ ακόμη πιο ψηλά υπάρχει η χαμηλή βλάστηση των υψηλών ορεινών όγκων.
Η χλωρίδα είναι εξαιρετικά πλούσια αφού απαγορεύεται η βόσκηση αιγοπροβάτων.
Οι ακτές είναι βραχώδεις, αλίμενες και απότομες. Η θάλασσα είναι συνήθως ταραγμένη και το χειμώνα τρικυμισμένη, σε σημείο που να καθίσταται δύσκολη, αν όχι αδύνατη η προσέγγιση του Ορους αρκετές ημέρες κάθε χρόνο.
Το κλίμα είναι ήπιο σε γενικές γραμμές, αλλά διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Η ανατολική ακτή, κυρίως στα βόρεια της χερσονήσου δοκιμάζεται το χειμώνα από τους βόρειους ανέμους, ενώ η δυτική είναι υπήνεμη και με υψηλότερες θερμοκρασίες όλο το έτος. Κοντά στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου ο καιρός αλλάζει συνεχώς.
Αρχιτεκτονική
Στο Αγιο Ορος υπάρχουν δυο μικροί οικισμοί (η πρωτεύουσα Καρυές και το επίνειο της Δάφνης), είκοσι κυρίαρχες μονές, δώδεκα σκήτες, κελιά, καθίσματα, ησυχαστήρια, καθώς και μεμονωμένοι πύργοι, αποθήκες, αρσανάδες, κλπ.
Οι 20 μονές του Αγίου Όρους μοιάζουν με μεσαιωνικές πολιτείες, έτσι όπως είναι κτισμένες σε απόκρημνες τοποθεσίες, είναι οχυρωμένες με ισχυρά τείχη, έχουν μία ή δύο εισόδους και μεγάλο υπαίθριο χώρο στο εσωτερικό.
Στο χώρο αυτό, την αυλή, βρίσκονται το καθολικό της μονής (κεντρικός ναός), η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων, η τράπεζα, διάφορα παρεκκλήσια, ενώ γύρω από την αυλή βρίσκουμε τα κελιά των μοναχών, τα ηγουμενεία και όλα τα βοηθητικά κτίσματα.
Κάθε μονή είναι ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, με δικό του χαρακτήρα, που αποτελείται από πολλά κτίρια χτισμένα σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και επιρροές.
Οι κτήτορες και οι ευεργέτες των μονών ήταν αυτοκράτορες, μεγάλοι αξιωματούχοι και ηγεμόνες, οι οποίοι παρείχαν αφειδώς τα ποσά που χρειάζονταν για την ανοικοδόμηση των μονών και των επιδιορθώσεών τους.
Σε κάποιους ναούς (Διονυσίου, Παντοκράτορος, Κουτλουμουσίου) το διακονικό έχει αντικατασταθεί από τα τυπικαριά, χώρους κυκλικούς εσωτερικά και πολυγωνικούς εξωτερικά. Μέχρι το 1293 οι ναοί είχαν διπλούς νάρθηκες (εσωνάρθηκες και εξωνάρθηκες), όπως αυτοί των μονών Παντοκράτορος, Εσφιγμένου και Διονυσίου).
Μετά την ημερομηνία αυτή ο ένας νάρθηκας αντικαταστάθηκε από ένα ευρύχωρο χώρο, με δυο κολώνες, τη λιτή, ανάμεσα στον κυρίως ναό και το νάρθηκα. Συνήθως στον εσωνάρθηκα υπάρχουν παρεκκλήσια.
Ακόμη και τα καθολικά των μεταβυζαντινών χρόνων ακολουθούν τη βασική διάταξη της αθωνικής αρχιτεκτονικής, όπως είχε καθοριστεί τους προηγούμενους αιώνες. Εξαίρεση αποτελούν οι ναοί του 19ου αι. που χτίστηκαν με ρωσική χρηματοδότηση στη μονή Αγίου Παντελεήμονος και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα.
Οι ναοί αυτοί, αν και διατηρούν την παραδοσιακή διάταξη του ναού αθωνικού τύπου, ωστόσο ενσωματώνουν τα χαρακτηριστικά της ρωσικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, δηλαδή είναι υπερβολικά μεγάλοι σε μέγεθος και οι τρούλοι διατηρούν το κρεμμυδοειδές σχήμα και είναι καλυμμένοι με φύλλα χρυσού.
Γενικά στον κυρίως ναό, στα νότια και στα βόρεια του εγγεγραμμένου σταυρού υπάρχουν δυο κόγχες, στεγασμένες με τεταρτοσφαίρια, οι οποίες διευκολύνουν το έργο των χορών των ψαλτών. Η τρίτη κόγχη, στεγασμένη επίσης με τεταρτοσφαίριο, αποτελεί την αψίδα του ιερού.
Τα καθολικά έχουν πατώματα στρωμένα με πολύτιμα μάρμαρα και οι τοίχοι μέχρι ένα ύψος είναι καλυμμένοι με ορθομαρμάρωση. Υψηλότερα είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες, των οποίων η θεματογραφία είναι αυστηρά καθορισμένη. Τα παλαιότερα τέμπλα των καθολικών (μέχρι τον 14ο αι.) ήταν ξυλόγλυπτα, ενώ τα νεότερα (17ος-18ος αι.) είναι επίσης ξυλόγλυπτα ή μαρμάρινα με επιδράσεις από την τεχνοτροπία του μπαρόκ.
Τα περισσότερα καθολικά είναι βαμμένα εξωτερικά με χρώμα κόκκινο, όπως για παράδειγμα τα καθολικά των μονών Μεγίστης Λαύρας, Κουτλουμουσίου, Ιβήρων, Βατοπεδίου. Κάποια άλλα, συνήθως νεότερα, υιοθετούν εμφανή τοιχοποιία, με την κλασική πλινθοπερίκλειστη οικοδομή.
Παρόμοια αρχιτεκτονική και μορφή με τα καθολικά των μοναστηριών έχουν και τα κυριακά των σκητών που χτίστηκαν μέχρι τα μέσα του 18ου αι. Τα σημαντικότερα είναι αυτά της σκήτης της Αγίας Αννας που χτίστηκε πριν από τον 17ο αι. και των Καυσοκαλυβίων που χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του 17ου αι.
Αν και ακολουθούν τον τύπο του αθωνικού ναού, ωστόσο διαπνέονται από λιγότερο συντηρητισμό. Η τοιχοποιία είναι απλούστερη, οι αναλογίες στις κόγχες και στους τρούλους είναι πιο βαριές σε σχέση με τα καθολικά και κάποιες φορές ενσωματώνουν τα ισλαμικά οξυκόρυφα τόξα.
Στις νεότερες μονές όμως, οι οποίες συνήθως έχουν μικρότερη εσωτερική επιφάνεια βρίσκεται σε κάποια πλευρά της μονής. Μάλιστα στις μονές Διονυσίου, Δοχειαρίου και Ξενοφώντος, η Τράπεζα συνδέεται με το καθολικό με στοά.
Οι τράπεζες έχουν μεγάλες διαστάσεις, σταθερά χτιστά τραπέζια (οι παλαιότερες), ή επιμήκεις ξύλινα τραπέζια (οι νεότερες). Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες στη θεματογραφία των οποίων κυριαρχεί ο Μυστικός Δείπνος. Φυσικά γύρω από την τράπεζα υπάρχουν βοηθητικοί χώροι που στεγάζουν το μαγειρείο, το φούρνο, τις αποθήκες κρασιών, λαδιών, καρπών, κλπ.
Όμως εκτός από τα παραπάνω κύρια κτίρια μέσα στον περίβολο της μονής υπάρχουν νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, λουτρώνες, αποθήκες κλπ., ενώ έξω από τον περίβολο της μονής υπάρχουν τα κιόσκια, οι σταύλοι, οι μύλοι, τα νεκροταφεία, το οστεοφυλάκιο, ο αρσανάς, κλπ.
Οι 20 μονές του Αγίου Όρους μοιάζουν με μεσαιωνικές πολιτείες, έτσι όπως είναι κτισμένες σε απόκρημνες τοποθεσίες, είναι οχυρωμένες με ισχυρά τείχη, έχουν μία ή δύο εισόδους και μεγάλο υπαίθριο χώρο στο εσωτερικό.
Στο χώρο αυτό, την αυλή, βρίσκονται το καθολικό της μονής (κεντρικός ναός), η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων, η τράπεζα, διάφορα παρεκκλήσια, ενώ γύρω από την αυλή βρίσκουμε τα κελιά των μοναχών, τα ηγουμενεία και όλα τα βοηθητικά κτίσματα.
Κάθε μονή είναι ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, με δικό του χαρακτήρα, που αποτελείται από πολλά κτίρια χτισμένα σε διαφορετικές περιόδους και με διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και επιρροές.
Οι κτήτορες και οι ευεργέτες των μονών ήταν αυτοκράτορες, μεγάλοι αξιωματούχοι και ηγεμόνες, οι οποίοι παρείχαν αφειδώς τα ποσά που χρειάζονταν για την ανοικοδόμηση των μονών και των επιδιορθώσεών τους.
- Οι πύργοι
- Η πύλη
- Οι κόρδες των κελιών
- Το αρχονταρίκι
- Το καθολικό
- Παρεκκλήσια
- Φιάλη
- Τράπεζα
- Κιόσκι
- Αρσανάς
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οι πύργοι
Οι πύργοι που διαθέτουν αρκετές μονές έχουν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Χτισμένα στο κέντρο των μοναστηριών ή στο ψηλότερο σημείο του μοναστηριού χρησιμεύουν ως παρατηρητήρια των πειρατικών επιδρομών και ως τελευταίο καταφύγιο των μοναχών όταν η υπόλοιπη μονή έχει καταληφθεί από πειρατές ή από ληστές. Πύργοι- παρατηρητήρια χτίστηκαν και σε αρκετούς αρσανάδες των μονών. Είναι τετράγωνα οικοδομήματα με εσωτερικό κλιμακοστάσιο. Στην κορυφή τους υπήρχε πάντα παρεκκλήσιο και γύρω γύρω υπήρχαν πολεμίστρες ή ζεματίστρες (τρύπες από τις οποίες έριχναν καυτό λάδι ή μολύβι).Η πύλη
Κάθε μοναστήρι έχει μία ή το πολύ δύο εισόδους. Η είσοδος, η πύλη των μονών γίνεται συνήθως κάτω από οχυρωματικούς πύργους. Η είσοδος είναι συνήθως διπλή. Οι θύρες είναι δίφυλλες, ξύλινες, επενδυμένες με σιδερένιους δοκούς. Ασφαλίζονται εσωτερικά με αμπάρες. Με τη δύση του ηλίου ο πορτάρης και υπεύθυνος της πύλης κλειδώνει και παραδίνει τα κλειδιά στον ηγούμενο. Τα ξημερώματα ξεκλειδώνει την πύλη.Οι κόρδες των κελιών
Τα κελιά των μοναχών είναι μικρά δωμάτια, που έχουν συνήθως ορθογώνιο ή τετράγωνο σχήμα. Είναι χτισμένα στη σειρά και σε ορόφους. Επικοινωνούν μεταξύ τους με διαδρόμους στεγασμένους με επάλληλες τοξοστοιχίες. Αυτή η αρχιτεκτονική μορφή ονομάζεται κόρδα. Οι κόρδες είναι δομημένες είτε μόνο από λίθους, είτε μόνο από πλίνθους, είτε η τοιχοποιία είναι μεικτή.Το αρχονταρίκι
Το αρχονταρίκι, ο χώρος υποδοχής των προσκυνητών, βρίσκεται συνήθως κοντά στην είσοδο των μοναστηριών. Περιλαμβάνει όλα όσα έχει ανάγκη ο προσκυνητής στις μονές, όπως υπνοδωμάτια, δωμάτια υποδοχής, μαγειρείο και χώρους υγιεινής.Το καθολικό
Όλα τα καθολικά των μονών (δηλαδή οι κύριοι ναοί κάθε μοναστηριού) είναι χτισμένα με τον ίδιο αρχιτεκτονικό τρόπο. Είναι ναοί τρίκογχοι, εγγεγραμμένοι σταυροειδείς με τρούλο. Διατηρούν τα βασικά μέρη του ναού, δηλαδή διαθέτουν νάρθηκα, κυρίως ναό και ιερό βήμα.Σε κάποιους ναούς (Διονυσίου, Παντοκράτορος, Κουτλουμουσίου) το διακονικό έχει αντικατασταθεί από τα τυπικαριά, χώρους κυκλικούς εσωτερικά και πολυγωνικούς εξωτερικά. Μέχρι το 1293 οι ναοί είχαν διπλούς νάρθηκες (εσωνάρθηκες και εξωνάρθηκες), όπως αυτοί των μονών Παντοκράτορος, Εσφιγμένου και Διονυσίου).
Μετά την ημερομηνία αυτή ο ένας νάρθηκας αντικαταστάθηκε από ένα ευρύχωρο χώρο, με δυο κολώνες, τη λιτή, ανάμεσα στον κυρίως ναό και το νάρθηκα. Συνήθως στον εσωνάρθηκα υπάρχουν παρεκκλήσια.
Ακόμη και τα καθολικά των μεταβυζαντινών χρόνων ακολουθούν τη βασική διάταξη της αθωνικής αρχιτεκτονικής, όπως είχε καθοριστεί τους προηγούμενους αιώνες. Εξαίρεση αποτελούν οι ναοί του 19ου αι. που χτίστηκαν με ρωσική χρηματοδότηση στη μονή Αγίου Παντελεήμονος και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα.
Οι ναοί αυτοί, αν και διατηρούν την παραδοσιακή διάταξη του ναού αθωνικού τύπου, ωστόσο ενσωματώνουν τα χαρακτηριστικά της ρωσικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, δηλαδή είναι υπερβολικά μεγάλοι σε μέγεθος και οι τρούλοι διατηρούν το κρεμμυδοειδές σχήμα και είναι καλυμμένοι με φύλλα χρυσού.
Γενικά στον κυρίως ναό, στα νότια και στα βόρεια του εγγεγραμμένου σταυρού υπάρχουν δυο κόγχες, στεγασμένες με τεταρτοσφαίρια, οι οποίες διευκολύνουν το έργο των χορών των ψαλτών. Η τρίτη κόγχη, στεγασμένη επίσης με τεταρτοσφαίριο, αποτελεί την αψίδα του ιερού.
Τα καθολικά έχουν πατώματα στρωμένα με πολύτιμα μάρμαρα και οι τοίχοι μέχρι ένα ύψος είναι καλυμμένοι με ορθομαρμάρωση. Υψηλότερα είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες, των οποίων η θεματογραφία είναι αυστηρά καθορισμένη. Τα παλαιότερα τέμπλα των καθολικών (μέχρι τον 14ο αι.) ήταν ξυλόγλυπτα, ενώ τα νεότερα (17ος-18ος αι.) είναι επίσης ξυλόγλυπτα ή μαρμάρινα με επιδράσεις από την τεχνοτροπία του μπαρόκ.
Τα περισσότερα καθολικά είναι βαμμένα εξωτερικά με χρώμα κόκκινο, όπως για παράδειγμα τα καθολικά των μονών Μεγίστης Λαύρας, Κουτλουμουσίου, Ιβήρων, Βατοπεδίου. Κάποια άλλα, συνήθως νεότερα, υιοθετούν εμφανή τοιχοποιία, με την κλασική πλινθοπερίκλειστη οικοδομή.
Παρόμοια αρχιτεκτονική και μορφή με τα καθολικά των μοναστηριών έχουν και τα κυριακά των σκητών που χτίστηκαν μέχρι τα μέσα του 18ου αι. Τα σημαντικότερα είναι αυτά της σκήτης της Αγίας Αννας που χτίστηκε πριν από τον 17ο αι. και των Καυσοκαλυβίων που χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του 17ου αι.
Αν και ακολουθούν τον τύπο του αθωνικού ναού, ωστόσο διαπνέονται από λιγότερο συντηρητισμό. Η τοιχοποιία είναι απλούστερη, οι αναλογίες στις κόγχες και στους τρούλους είναι πιο βαριές σε σχέση με τα καθολικά και κάποιες φορές ενσωματώνουν τα ισλαμικά οξυκόρυφα τόξα.
Παρεκκλήσια
Σε κάθε μονή υπάρχουν πολλά παρεκκλήσια, αφιερωμένα στο Χριστό, την Παναγία, σε διάφορους αγίους, κλπ. Κάποια από αυτά είναι ενσωματωμένα στο καθολικό των μονών (συχνά αφιερωμένα στη λατρεία του σκηνώματος αγίου ή τιμίου λειψάνου), στους πύργους και στους αρσανάδες, στους ορόφους των κελιών των μοναχών, σε ξεχωριστά οικοδομήματα μέσα στις αυλές, είτε σε περίοπτη θέση κοντά στις πύλες των μονών.Φιάλη
Η φιάλη χρησιμεύει για να πραγματοποιηθεί ο αγιασμός των υδάτων. Δεν υπάρχει σε όλα τα μοναστήρια. Σε εκείνα που δεν υπάρχει αρκετός υπαίθριος χώρος είναι ανύπαρκτη. Αντίθετα στα άλλα τη συναντούμε μεταξύ του καθολικού και της τράπεζας. Πρόκειται για μια μαρμάρινη θόλο, που στηρίζεται σε κίονες. Στεγάζει το χώρο του αναβρυτήριου, τον πίδακα.Τράπεζα
Είναι το σπουδαιότερο κτίριο μετά το καθολικό στα μοναστήρια του Αθω. Σε αυτήν πηγαίνουν οι μοναχοί, εν πομπή, μετά τη λήξη της Θείας λειτουργίας. Επομένως είναι λογικό να βρίσκεται σε ισόγειο χώρο, ακριβώς απέναντι από το καθολικό.Στις νεότερες μονές όμως, οι οποίες συνήθως έχουν μικρότερη εσωτερική επιφάνεια βρίσκεται σε κάποια πλευρά της μονής. Μάλιστα στις μονές Διονυσίου, Δοχειαρίου και Ξενοφώντος, η Τράπεζα συνδέεται με το καθολικό με στοά.
Οι τράπεζες έχουν μεγάλες διαστάσεις, σταθερά χτιστά τραπέζια (οι παλαιότερες), ή επιμήκεις ξύλινα τραπέζια (οι νεότερες). Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με τοιχογραφίες στη θεματογραφία των οποίων κυριαρχεί ο Μυστικός Δείπνος. Φυσικά γύρω από την τράπεζα υπάρχουν βοηθητικοί χώροι που στεγάζουν το μαγειρείο, το φούρνο, τις αποθήκες κρασιών, λαδιών, καρπών, κλπ.
Όμως εκτός από τα παραπάνω κύρια κτίρια μέσα στον περίβολο της μονής υπάρχουν νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, λουτρώνες, αποθήκες κλπ., ενώ έξω από τον περίβολο της μονής υπάρχουν τα κιόσκια, οι σταύλοι, οι μύλοι, τα νεκροταφεία, το οστεοφυλάκιο, ο αρσανάς, κλπ.
Κιόσκι
Κοντά σε κάθε μονή, συνήθως σε μια τοποθεσία που προσφέρει υπέροχη θέα, υπάρχει μια εξέδρα σκεπαστή, με πάγκους ξύλινους ή χτιστούς γύρω γύρω. Στο κιόσκι κάθονται συνήθως οι μοναχοί και οι επισκέπτες τις μέρες που έχει καλό καιρό κάθονται και ρεμβάζουν κοιτώντας προς τη θάλασσα. Είναι μια ευκαιρία να χαλαρώσουν και να τείνουν το πνεύμα τους προς τον ουρανό και το Θείο.Αρσανάς
Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχιτεκτονική του αρσανά των μονών που περιλαμβάνει και πύργο προστασίας. Οι αρσανάδες που χρησίμευαν για την ανάσυρση των πλοιαρίων και για την αποθήκευση των φορτίων, ολοκληρώνουν το εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σύνολο σχεδόν κάθε μονής του Αγίου Ορους.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιερά Μονή Βατοπεδίου.Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τομ.2, Αγιον Ορος, 1996
- Π.Θεοχαρίδης, «Μοναστηριακή αρχιτεκτονική», Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, τομ. Α’, Αθήνα, χ.χ., σσ. 184-195.
- P.Theocharidis, «The Architecture of Simonopetra», Simonopetra,1991, σσ.76-85
- Π.Θεοχαρίδης, «Οι πτέρυγες κατοικίας στα αγιορείτικα μοναστήρια (1500-1900)», Αγιον Ορος, Αθήνα, 1991, σσ.253-270
- Π.Θεοχαρίδης, Π.Φουντάς. Σ.Στεφάνου, Αγιον Ορος, Αθήνα, 1991
- Σ.Καδάς, Το Αγιον Ορος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Αθήνα, 1979
- Π.Μυλωνάς, «Η αρχιτεκτονική του Αγίου Ορους», Νέα Εστία, 74/875, Χριστούγεννα, 1963, σσ.189-207
- Α.Ορλάνδος, Μοναστηριακή αρχιτεκτονική, Αθήνα, 1958
- Χ.Πατρινέλης, Α.Καρακατσάνη, Μ.Θεοχάρη, Μονή Σταυρονικήτα, Ιστορία, Εικόνες, Χρυσοκεντήματα, Αθήνα, 1974
- Μ.Δ.Πολυβίου, «Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στο Αγιον Ορος», Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, τομ. Α’, Αθήνα, χ.χ., σσ. 196-203.
Tέχνη
Το Αγιο Ορος λόγω της πληθώρας των τοιχογραφιών, φορητών εικόνων και εικονογραφημένων χειρογράφων όλων των εποχών, αποτελεί ίσως την πιο σημαντική πηγή για να γνωρίσει όχι μόνον ο απλός προσκυνητής αλλά και ο επιστήμονας την ιστορία της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής ζωγραφικής και καλλιτεχνίας.
Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες
Τα περισσότερα και σημαντικότερα δείγματα τα ζωγραφικής τέχνης ανήκουν στη Μακεδονική σχολή (13ος-14ος αι) και την Κρητική σχολή (16ος αι.). Τα δείγματα της ζωγραφικής τέχνης των προηγουμένων αιώνων είναι ελάχιστα. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στις αλλεπάλληλες καταστροφές, τις πυρκαιές, τις ανακαινίσεις και τις αναζωγραφίσεις.Τα πρώιμα δείγματα
Τα μόνα δείγματα του 11ου αι. είναι δυο ψηφιδωτά στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου. Το ένα απεικονίζει τον Ευαγγελισμό με τις μορφές της Παναγίας και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και το άλλο τη δέηση με το Χριστό ένθρονο σε στάση παράκλησης, την Παναγία και τον Ιωάννη Πρόδρομο. Ολος ο υπόλοιπος ναός ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, οι οποίες όμως εξαφανίστηκαν κάτω από τις νέες τοιχογραφίες του ναού του 1312.Τοιχογραφίες του 12ου αι. σώζονται σε καλή κατάσταση στο κελί του Ραβδούχου κοντά στις Καρυές. Εικονίζονται ολόσωμοι οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Επίσης στην Τράπεζα της μονής Βατοπεδίου διακρίνονται τα κεφάλια τριών Αποστόλων. Η τεχνοτροπία είναι γραμμική και τα πρόσωπα έχουν ζωηρό ύφος.
Δείγματα των αρχών του 13ου αι. διασώθηκαν στη μονή Χιλανδαρίου και συγκεκριμένα στο κελί της Αγίας Τριάδας και στον πύργο του Αγίου Γεωργίου. Οι μορφές της Παναγίας, του Χριστού και κάποιων ιεραρχών είναι μνημειώδεις και χαρακτηρίζονται από δεξιοτεχνία. Αντίθετα στον Αγιο Γεώργιο όλα τα στοιχεία είναι πιο απλά και δείχνουν εργασία λιγότερο επιμελημένη και εμπνευσμένη.
Μακεδονική Σχολή
Η Μακεδονική Σχολή με κέντρο τη Θεσσαλονίκη άκμασε τον 13ο-14ο αι. Σημεία αναφοράς αυτής της σχολής είναι ρεαλισμός στην απεικόνιση των μορφών, όχι μόνον στα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και στην απόδοση του εσωτερικού κόσμου των μορφών και κυρίως του πάθους. Οι συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, όλες οι μορφές κινούνται μέσα στο χώρο, ο οποίος είναι διευρυμένος και αποδίδεται με αξιοσημείωτο βάθος.Αγιογράφοι της Θεσσαλονίκης κλήθηκαν να ζωγραφίσουν καθιδρύματα στο Αγιο Ορος. Ετσι εικονογραφήθηκαν το Πρωτάτο και τα καθολικά των μονών Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Χιλανδαρίου, Παντοκράτορος, η Τράπεζα και ο Κοιμητηριακός ναός της Μονής Παντοκράτορος. Ονομαστά εργαστήρια της Μακεδονικής Σχολής υπήρχαν πολλά αλλά πάνω από όλα στεκόταν το εργαστήριο του Μανουήλ Πανσέληνου.
Ολες οι πληροφορίες σχετικά με τον Μανουήλ Πανσέληνο προέρχονται από το σύγγραμμα Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης των αρχών του 18ου αι. Συγγραφέας του ήταν ο ιερομόναχος και αγιογράφος Διονύσιος από τα Φουρνά της Ευρυτανίας που μόνασε στο Αγιο Ορος στο α’ μισό του 18ου αι. Ο Διονύσιος απέδιδε στον Μανουήλ Πανσέληνο τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου στις Καρυές, τις τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, του καθολικού των Μονών Παντοκράτορος και Μεγίστης Λαύρας και πλήθος φορητές εικόνες σε μονές εντός και εκτός του Αγίου Ορους.
Η επιστημονική έρευνα έχει αποδεχθεί ως γνήσια έργα του Μανουήλ Πανσέληνου στο Αγιο Ορος τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, του εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής Βατοπεδίου, μια κεφαλή του Αγίου Νικολάου στο καθολικό της Μεγίστης Λαύρας (η υπόλοιπη σύνθεση έχει αναζωγραφιστεί), μια φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου στη Λαύρα και δυο εικόνες του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Γεωργίου στη μονή Βατοπεδίου. Εργα του έχουν εντοπιστεί σε μνημεία της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Μακεδονίας.
Οι τοιχογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου ξεχωρίζουν από τα φωτεινά τους χρώματα, την ολοκληρωμένη απόδοση των μορφών, την αναδυόμενη πνευματικότητα αλλά και τη μεγαλοπρέπεια των ζωγραφικών συνθέσεων.
Όμως εκτός από αυτά του Μανουήλ Πανσέληνου, έργα της Μακεδονικής σχολής μπορεί να θαυμάσει κανείς και στο καθολικό της μονής Χιλανδαρίου, καθώς όλη η εικονογράφηση του ναού έγινε από το εργαστήριο των φημισμένων ζωγράφων Μιχαήλ Αστραπά και Ευτυχίου.
Τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής θα παραμείνουν παρόντα σε όλες τις τοιχογραφίες και τις φορητές εικόνες στο Αγιο Ορος μέχρι τις αρχές του 16ου αι.
Πάντως την εποχή αυτή παρατηρείται μια βαθμιαία πτώση της ποιότητας των ζωγραφικών έργων. Παράδειγμα αποτελούν οι τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Προδρόμου στο Πρωτάτο των Καρυών που φιλοτεχνήθηκαν το 1526.
Κρητική Σχολή
Ο 16ος αι. σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής και την επικράτηση των χαρακτηριστικών μιας νέας σχολής, της Κρητικής. Η πιστή απόδοση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και η απεικόνιση της ψυχοσύνθεσης δίνει τη θέση της σε μια πιο αυστηρή εικονογραφία. Οι μορφές είναι ψηλόλιγνες, λιπόσαρκες και διαθέτουν μια χαρακτηριστική ασκητική ευγένεια.Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της σχολής είναι ο Θεοφάνης Στρυλίτζας από το Ηράκλειο της Κρήτης. Ο Θεοφάνης εικονογράφησε το καθολικό της μονής Μεγίστης Λαύρας το 1535 και το καθολικό και τις Τράπεζες της μονής Σταυρονικήτα και της Μεγίστης Λαύρας μαζί με τους γιους του Συμεών και Νεόφυτο, που ακολούθησαν την τέχνη του και έγιναν ζωγράφοι. Στον Θεοφάνη αποδίδονται επίσης και οι τοιχογραφίες στο παρεκκλήσι του Προδρόμου στη μονή Σταυρονικήτα.
Οι τοιχογραφίες του Θεοφάνη χαρακτηρίζονται από μια σταθερή οργάνωση της σύνθεσης με τέλειο στήσιμο των μορφών, τις πολλές πτυχώσεις των ενδυμάτων που χαρίζουν μια φυσικότητα, ευγενικά πρόσωπα και φωτεινά χρώματα.
Το καθολικό της μονής Διονυσίου φιλοτεχνήθηκε το 1546/47 από τον Κρητικό ζωγράφο Τζώρτζη, έναν καλλιτέχνη, που παρότι μιμήθηκε τον Θεοφάνη, ωστόσο οι μορφές του έχουν μεγαλύτερη σχηματικότητα και περισσότερο πάθος. Μερικά χρόνια αργότερα (1568) ο Τζώρτζης εικονογράφησε και το καθολικό της μονής Δοχειαρίου. Από άλλους καλλιτέχνες της Κρητικής σχολής εικονογραφήθηκαν τον 16ο αι. τα καθολικά των μονών Κουτλουμουσίου και Ιβήρων, οι Τράπεζες των μονών Φιλοθέου και Μεγίστης Λαύρας και η Μολυβοκκλησιά στις Καρυές.
Το παλαιό καθολικό της μονής Ξενοφώντος, το κελί του Αγίου Προκοπίου, το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη μονή Αγίου Παύλου εικονογραφήθηκαν από τον Αντώνιο, ο οποίος καταγόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, όμως ακολουθούσε πιστά τους κανόνες της Κρητικής σχολής, αλλά η τέχνη του δεν είναι εφάμιλλη του Θεοφάνη. Τις τοιχογραφίες του νάρθηκα του παλαιού καθολικού της μονής Ξενοφώντος φιλοτέχνησε ο Θεοφάνης, ένας συνώνυμος ζωγράφος του Θεοφάνη Στρυλίτζα.
Αν και το πιο αγαπητό θέμα στις Τράπεζες των μονών είναι ο Μυστικός Δείπνος, στους τοίχους της Τράπεζας της Μεγίστης Λαύρας ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει πολλούς Ελληνες φιλοσόφους και συγγραφείς της αρχαιότητας, όπως ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος.
Παράλληλα με την Κρητική σχολή, ιδιαίτερα αγαπητή είναι αυτή την εποχή και η τέχνη του Φράγκου Κατελλάνου αγιογράφου από τη Θήβα. Τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της τέχνης του είναι οι πολυπρόσωπες συνθέσεις και το πλήθος των αρχιτεκτονημάτων στο βάθος της σύνθεσης. Οι μορφές κινούνται και έχουν μια εκφραστικότητα πιο έντονη από εκείνη της Κρητικής σχολής, ενώ με τη βοήθεια των φωτεινών χρωμάτων οι συνθέσεις χαρακτηρίζονται από αφηγηματικότητα και μεγαλύτερη κίνηση από εκείνη των μορφών της Κρητικής Σχολής.
Ο Κατελλάνος εικονογράφησε στο Αγιο Ορος το 1560 το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στο καθολικό της μονής Μεγίστης Λαύρας, ενώ έργα του υπάρχουν σε πολλές μονές της υπόλοιπης Ελλάδας.
Τον 17ο αι. συνεχίζεται η κυριαρχία της Κρητικής τέχνης, η οποία όμως συνδυάζεται με στοιχεία της λαικής παράδοσης, που προέρχονται κυρίως από τη δυτική Ελλάδα. Τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι οι τοιχογραφίες στην Τράπεζα και στο παρεκκλήσι του Ακάθιστου Υμνου στη μονή Διονυσίου, φιλοτεχνημένες από τον Μακάριο το 1615, και στη φιάλη της μονής Μεγίστης Λαύρας.
Αξιόλογη είναι η εικονογράφηση της Τράπεζας της μονής Χιλανδαρίου, η οποία έγινε το 1623 από τον Σέρβο μοναχό George Mitrophanovitch. Οι συνθέσεις αυτές δείχνουν καλλιτέχνη επηρεασμένο από τα διδάγματα και τα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής σχολής.
Ο 18ος αι.
Η αυγή του 18ου αι. έφερε μια ανανέωση στην τεχνοτροπία των τοιχογραφιών στο Αγιο Ορος καθώς εμφανίστηκαν δυο τάσεις, αυτή της επιστροφής στα πρότυπα της Μακεδονικής σχολής με κύριο εκφραστή τον Διονύσιο από τα Φουρνά και εκείνη της παρακολούθησης της σύγχρονης τεχνοτροπίας στην αγιογραφία, τάση που εκφράστηκε με τη πρόσκληση στο Αγιο Ορος Ηπειρωτών ζωγράφων.Ο Διονύσιος από τα Φουρνά, που είναι πολύ γνωστός από το σύγγραμμά του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης μόνασε στο Αγιο Ορος σε κελί κοντά στις Καρυές. Δείγματα της τέχνης του σώζονται στους τοίχους του κελιού του και σε πολλές φορητές εικόνες. Μια από αυτές, η εικόνα των Δώδεκα Αποστόλων βρίσκεται στο τέμπλο του καθολικού της μονής Καρακάλλου. Δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογος καλλιτέχνης, αλλά η επίδρασή του στους σύγχρονούς του ήταν σημαντική. Ετσι εμφανίστηκαν αρκετοί ζωγράφοι που μιμήθηκαν την τέχνη του 14ου-15ου αι. σημαντικότερος από τους οποίους ήταν ο ζωγράφος Κοσμάς από τη Λήμνο -για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτε-, που φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου.
Από καλλιτέχνες Ηπειρώτες φιλοτεχνήθηκαν οι τοιχογραφίες στο καθολικό της μονής Καρακάλλου, στον εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής Βατοπεδίου και αλλού. Ειδικότερα ο Δαβίδ Σεληνιτζιώτης από την Αυλώνα της Αλβανίας τοιχογράφησε το νάρθηκα του παρεκκλησίου της Παναγίας Παναγίας Κουκουζέλισσας στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Είναι ικανός ζωγράφος, ο οποίος συνδυάζει τα στοιχεία της Μακεδονικής Σχολής με δυτικοευρωπαικές επιδράσεις. Μέχρι το τέλος του 18ου αι. οι Ηπειρώτες αγιογράφοι εκτέλεσαν πολλές παραγγελίες στο Αγιο Ορος. Πάντως ήδη από τα τέλη του 18ου αι. οι μοναχοί αρχίζουν να προτιμούν να αναθέτουν τις εικονογραφήσεις των μονών σε καλλιτέχνες από τη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής.
Οι Ηπειρώτες καλλιτέχνες που προέρχονταν κυρίως από χωριά της Ηπείρου, καθώς και από τα Γιάννενα και την Καστοριά είχαν ενσωματώσει πολλά λαικά στοιχεία στην τέχνη τους και χρησιμοποιούσαν λεπτομέρειες της κοσμικής ζωγραφικής στις αγιογραφίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παράλληλα με την αγιογραφία ασχολούνταν και με τη διακόσμηση κατοικιών και είχαν αναπτύξει κοινή θεματολογία. Επίσης ενσωμάτωναν στα έργα τους και στοιχεία δυτικότροπα που θυμίζουν το μπαρόκ.
Τον 18ο αι. οι καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν τις μονές του Αγίου Ορους είναι επηρεασμένοι από τα δυτικά πρότυπα ζωγραφικής. Η έλευση χιλιάδων Ρώσων μοναχών στις μονές και τις σκήτες του Αγίου Ορους και η εικονογράφηση των ρωσικών καθιδρυμάτων επέτειναν ακόμη περισσότερο την απομάκρυνση από τα βυζαντινά πρότυπα. Φανερά επηρεασμένοι από τη νέα τεχνοτροπία είναι οι Ιωασαφαίοι που μόναζαν τον 19ο αι. στα Καυσοκαλύβια. (see in Portable icons)
Φορητές εικόνες
Οι φορητές εικόνες που βρίσκονται στο Αγιο Ορος σε καθολικά, παρεκκλήσια και παρεκκλήσια, σε εικονοφυλάκια, σε σκήτες, σε κελιά και οπουδήποτε αλλού είναι παρά πολλές, πρακτικά ακαταμέτρητες.Μάλιστα με τις ερευνητικές εργασίες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και με τα έργα συντήρησης και αποκατάστασης που πραγματοποιεί το Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς σχεδόν καθημερινά ανακαλύπτονται εικόνες, οι οποίες είτε ήταν εξαφανισμένες, είτε απλά δεν ήταν καταγραμμένες πουθενά. Ο αριθμός τους εκτιμάται περίπου στις 20.000, πράγμα που καθιστά το Αγιο Ορος, το μέρος με τη μεγαλύτερη συλλογή εικόνων στον κόσμο.
Οι περισσότερες εικόνες στον Αθω χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, σε εικόνες προσκυνήσεως (λατρευτικές) και σε εικόνες τέμπλου και βημόθυρα. Οι πρώτες συνήθως ήταν τοποθετημένες σε εικονοστάσια ή ήταν φορητές και τοποθετούνταν σε θέσεις μέσα στους ναούς, ανάλογα με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οι δεύτερες ήταν τοποθετημένες στο τέμπλο που χωρίζει το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό.
Χρονολογικά οι φορητές εικόνες χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει εικόνες της βυζαντινής εποχής και της πρώιμης οθωμανικής περιόδου (εκτείνεται μέχρι το 1535), η δεύτερη εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 1535 και του 1711 και η τρίτη περίοδος εικόνες από το 1711 μέχρι τα μέσα του 19ου αι.
Α’ περίοδος (Βυζαντινή εποχή και πρώιμη οθωμανική περίοδος)
Πολύ λίγες είναι οι εικόνες που χρονολογούνται πριν την Παλαιολόγεια περίοδο. Μέχρι τον 13ο αιώνα οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη μνημειακή ζωγραφική, όπως τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά και λιγότερο τις εικόνες. Η υιοθέτηση ξύλινων υψηλών τέμπλων στους ναούς, διακοσμημένων με εικόνες έδωσε ώθηση στην παραγωγή εικόνων.Οι ψηφιδωτές εικόνες που σώζονται είναι πολύ λίγες. Συνήθως είναι εικόνες μικρού μεγέθους, φτιαγμένες από πολύ μικρές ψηφίδες, με υψηλή τεχνική και χρυσό φόντο. Αξιομνημόνευτες είναι δυο ψηφιδωτές εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου στη μονή Ξενοφώντος (χρονολογούμενες τον 12ο αι.), η Παναγία Οδηγήτρια στη μονή Χελανδαρίου (12ος αι.), ο Αγιος Νικόλαος στη μονή Σταυρονικήτα και ο Ιωάννης ο Θεολόγος στη μονή Μεγίστης Λαύρας (χρονολογούνται σε μεταγενέστερη περίοδο).
Οι πιο παλιές εικόνες βρίσκονται στη μονή της Μεγίστης Λαύρας χρονολογούνται στον 11ο αι. και απεικονίζουν η πρώτη τους πέντε αγίους της Σεβάστειας και η δεύτερη τον Αγιο Παντελεήμονα. Εικόνες του 12ου αι. υπάρχουν στη μονή Χιλανδαρίου και στη μονή Βατοπεδίου.
Αντίθετα υπάρχουν πολύ περισσότερες εικόνες της Παλαιολόγειας περιόδου και οι έρευνες ανακαλύπτουν ακόμη περισσότερες. Οι εικόνες αυτές προέρχονται από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης και είναι φιλοτεχνημένες σύμφωνα με τις τρέχουσες καλλιτεχνικές επιρροές. Οι περισσότερες απεικονίζουν τον Χριστό Παντοκράτορα και την Παναγία Οδηγήτρια, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η Σταύρωση. Λαμπρά δείγματα αυτής της περιόδου σώζονται κυρίως στις μονές Χελανδαρίου, Παντοκράτορος, Ιβήρων, Βατοπεδίου και Μεγίστης Λαύρας.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία εικόνων είναι οι αμφιπρόσωπες, δηλαδή εικόνες που είναι ζωγραφισμένες και στις δυο πλευρές. Συνήθως στη μια πλευρά απεικονίζεται η Παναγία ή ο Χριστός και στην άλλη κάποια σκηνή από τα πάθη του Χριστού. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της τέχνης είναι οι τρεις εικόνες που παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Οι Θησαυροί του Αγίου Ορους». Η πρώτη απεικονίζει στη μια πλευρά τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στην άλλη τον Ιωάννη τον Βαπτιστή με την Παναγία που κρατά στην αγκαλιά της το μικρό Ιησού. Η δεύτερη απεικονίζει στη μια πλευρά τον Ιησού και στην άλλη τον Αγιο Αθανάσιο. Και οι δυο αυτές εικόνες προέρχονται από τη μονή Παντοκράτορος. Μια τρίτη, προερχόμενη από τη μονή του Αγίου Παύλου, απεικονίζει στη μια πλευρά την Παναγία Οδηγήτρια και στην άλλη τη Σταύρωση.
Β’ Περίοδος (1535-1711)
Η περίοδος ξεκινά με την έλευση του Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη στο Αγιο Ορος και το έργο του εκεί και τελειώνει με την εμφάνιση του Διονυσίου από τα Φουρνά, ο οποίος κηρύττει την επάνοδο στην τεχνική της Μακεδονικής Σχολής. Κατά τον 16ο αι. οι Κρητικοί ζωγράφοι, εκτός από τις τοιχογραφίες, φιλοτέχνησαν ολόκληρες σειρές από φορητές εικόνες. Ολες σχεδόν οι μονές του Αγίου Ορους διαθέτουν εικόνες της Κρητικής Σχολής. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι εικόνες (δεσποτικές, αποστολικές και δωδεκαεόρτου) που ζωγράφισε ο Θεοφάνης Στρυλίτζας μαζί με τους υιούς του θα στη μονή Μεγίστης Λαύρας, στη μονή Σταυρονικήτα, στη μονή Ιβήρων, στη μονή Παντοκράτορος και στη μονή Γρηγορίου.Εκτός από τις εικόνες του Θεοφάνη στο Αγιο Ορος υπάρχουν εικόνες-έργα των Κρητών ζωγράφων Euphrosynos στη μονή Διονυσίου, Michael Damaskinos στη μονή Σταυρονικήτα, Constantinos Palaiokapas στη μονή Καρακάλου, Ioannis Apakas στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Από τις εικόνες του Eyphrosynos ξεχωρίζουν ο Χριστός, η Παναγία Παρθένος και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όλοι σε στάση Μεγάλης Δέησης.
Στις φορητές εικόνες της δεύτερης περιόδου είναι εμφανή όλα τα χαρακτηριστικά της Κρητικής σχολής, δηλαδή η πνευματικότητα και η προβολή του εσωτερικού κόσμου των απεικονιζομένων προσώπων, τα πλούσια χρώματα και οι λεπτομέρειες στη σύνθεση.
Γ’ Περίοδος (1711-μέσα 19ου αι.)
Η τρίτη περίοδος ξεκινά με τη ζωγραφική παραγωγή του Διονυσίου από τα Φουρνά, ο οποίος θαύμασε το έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, άρχισε να ζωγραφίζει μιμούμενος την τεχνοτροπία της Μακεδονικής σχολής και προέτρεπε τους συγχρόνους του να κάνουν και εκείνοι το ίδιο. Την αναβίωση της τεχνοτροπίας της Μακεδονικής σχολής ακολούθησαν στις φορητές εικόνες που φιλοτέχνησαν και άλλοι ζωγράφοι, όπως ο David of Selenitsa και ο Kosmas of Lemnos.Από τα μέσα του 18ου αι. οι περισσότερες εικόνες στο Αγιο Ορος φιλοτεχνήθηκαν από ζωγραφικά εργαστήρια της Χαλκιδικής. Οι εικόνες αρχίζουν να αποκτούν μια τεχνοτροπία λαική και επαρχιακή. Επίσης από τον 19ο αι. αρχίζει να γίνεται αισθητή η επιρροή της δυτικοευρωπαικής τεχνοτροπίας στις ζωγραφικές συνθέσεις και η απομάκρυνση από τις αρχές της βυζαντινής ζωγραφικής.
Μάλιστα από τα μέσα του 19ου αι. και μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. η έλευση δεκάδων χιλιάδων Σλάβων μοναχών στο Αγιο Ορος και το κτίσιμο εκατοντάδων νέων παρεκκλησιών είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή χιλιάδων εικόνων για να τοποθέτησή τους στα παρεκκλήσια αυτά. Οι περισσότερες παρήχθησαν στο Αγιο Ορος από Ελληνες μοναχούς, οι οποίοι μιμήθηκαν τα πρότυπα της ρωσικής εικονογραφικής παράδοσης.
Αντίθετα από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε μια στροφή των αγιογράφων προς τη βυζαντινή παράδοση. Τη δεκαετία του 1970 οι αγιογράφοι στον Αθω προσκολλήθηκαν στις αρχές της Κρητικής σχολής. Την επόμενη δεκαετία τα καλλιτεχνικά εργαστήρια των Καρυών επιχείρησαν μια σύνθεση των χαρακτηριστικών της Παλαιολόγειας και της Κρητικής σχολής. Συγκεκριμένα υιοθέτησαν τα σχέδια του Πανσέληνου και τα χρώματα και την τεχνική των Κρητών ζωγράφων. Η σύνθεση αυτή γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και εξαπλώθηκε έξω από το Αγιο Ορος στα περισσότερα από τα γυναικεία μοναστήρια της Ελλάδας. Όμως μετά από 20 χρόνια η τεχνοτροπία αυτή έχει χάσει πλέον κάθε φρεσκάδα και έμπνευση και έχει καταλήξει σε έναν τυπικό μανιερισμό.
Οι θαυματουργές εικόνες
Μια ξεχωριστή κατηγορία εικόνων είναι οι θαυματουργές εικόνες, αυτές δηλαδή που σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποίησαν ή και πραγματοποιούν ακόμη θαύματα. Οι εικόνες αυτές παριστάνουν συνήθως την Παναγία. Συνήθως είναι καλυμμένες από μεταλλικά καλύμματα από πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι, πλατίνα, κλπ.)Οι γνωστότερες είναι η Θεοτόκος «Αξιον Εστίν», που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα στο Πρωτάτον στις Καρυές, η Παναγία «η Πορταίτισσα», που φυλάσσεται σε παρεκκλήσι στη μονή Ιβήρων, η Παναγία «η Τριχερούσα» που βρίσκεται στη μονή Χελανδαρίου, η «Γοργοεπήκοος» που φυλάσσεται στη μονή Δοχειαρίου σε παρεκκλήσι μεταξύ του καθολικού και της Τραπέζης, η «Κτιτόρισσα ή Βηματάρισσα» στη μονή Βατοπεδίου, η Παναγία η «Κουκουζέλισσα» στη μονή Μεγίστης Λαύρας, ο άγιος Νικόλαος «ο Στρειδάς» στη μονή Σταυρονικήτα, η Παναγία «η Γλυκοφιλούσα» στη μονή Φιλοθέου, η Παναγία η «Κουκουζέλισσα» στο ομώνυμο παρεκκλήσι στη μονή Μεγίστης Λαύρας, η Παναγία «η Οδηγήτρια» στη μονή Κωνσταμονίτου, κ.α.
Πρόκειται για εικόνες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την παράδοση και έχουν έντονο λατρευτικό χαρακτήρα. Ολες βρίσκονται σε ιδιαίτερα τιμητική θέση στη μονή που ανήκουν. Εξαίρεση αποτελεί η εικόνα του «Αξιον Εστί» που φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου.
Οι εικόνες αυτές γίνονται αντικείμενο λατρείας από τους μοναχούς και τους πιστούς προσκυνητές. Τα τελευταία χρόνια οι εικόνες εκτίθενται και εκτός του Αθω σε μια προσπάθεια να γίνουν προσιτές και σε πιστούς οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να εισέλθουν στο Αγιο Ορος (π.χ. γυναίκες) ή τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταξιδεύσουν ως εκεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εικόνες Κρητικής τέχνης. Από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Ηράκλειο, 1979
- Π.Λ.Βοκοτόπουλος, Ελληνική Τέχνη. Βυζαντινές εικόνες, Αθήνα, 1995
- Π.Μυλωνάς, «Το Πρωτάτο των Καρυών και ο ζωγράφος Μανουήλ Πανσέληνος», Νέα Εστία, 1089 (1972), σσ.1657-1662
- Ν.Νικονάνος, «Η μεταβυζαντινή ζωγραφική της Μακεδονίας, Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, τομ. Α’, Αθήνα, χ.χ., σσ. 164-183
- Α.Ξυγγόπουλος, Μανουήλ Πανσέληνος, Αθήνα, 1956
- Α.Ξυγγόπουλος, «Μνημειακή ζωγραφική του Αγίου Ορους», Νέα Εστία 1285 (1981), σσ.86-100
- A.Xyngopoulos, «Mosaiques et fresques de l’ Athos», Le millenaire du mont Athos, τομ. 2, σ.247 κ.ε.
- Ε.Ν.Τσιγαρίδας, «Φορητές εικόνες», Moni Vatopediou, 1996, τομ.Β’, σσ.35-417
- Ε.Ν.Τσιγαρίδας, «Παλαιολόγειες εικόνες μονής Βατοπεδίου», Holy Mountain, 1966, σσ.355-365
- Ε.Ν.Τσιγαρίδας, «Κυρ Μανουήλ Πανσέληνος, Οι λαμπρές τοιχογραφίες του πανσέπτου και περιωνύμου ναού του Πρωτάτου», Κέντρα Ορθοδοξίας, Επτά Ημέρες Καθημερινή, χ.χ., 23-27
- E.Tsigaridas, «Monumental Painting in Greek Macedonia during the 15th century», Exhibition catalogue, Holy Image, Holy Space, Icons and Frescoes from Greece, Athens, 1988
- Μ.Χατζηδάκης, Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης. Η τελευταία φάση της τέχνης του στις τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Αγιον Ορος, 1986
- Μ.Χατζηδάκης, «Μεταβυζαντινή τέχνη 1430-1830», Μακεδονία 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, 1982
- Μ.Χατζηδάκης, «Ο ζωγράφος Θεοφάνης Στρελίτζας, τουπίκλην Μπαθάς», Νέα Εστία, 74/875, Χριστούγεννα, 1963, σσ.215-226
- Μ.Χατζηδάκης, «Ψηφιδωτά και τοιχογραφίες», Byzantine Art, 1964, σσ.169-174
- Μ.Χατζηδάκης, «Η μεσοβυζαντινή τέχνη», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ. Η’, σσ.274-305
- Μ.Χατζηδάκης, «Η μεταβυζαντινή τέχνη (1453-1700) και η ακτινοβολία της», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ.Ι’, Αθήνα, 1974
- Μ.Χατζηδάκης, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τομ.ΙΑ’, σσ.244-273
Μοναστικός βίος
Στην πορεία του χρόνου μορφοποιήθηκαν τρεις μορφές μοναστικής ζωής, ο κοινοβιακός, ο ιδιόρρυθμος και ο ερημητικός. Ο κοινοβιακός χαρακτηρίζεται από πειθαρχία και την από κοινού παρουσία στην προσευχή και στο φαγητό.
Στις κοινοβιακές μονές οι μοναχοί ξυπνούν μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα για να προσευχηθούν ο καθένας μόνος τους στο κελί τους και στη συνέχεια όλοι μαζί στον κεντρικό ναό, το καθολικό, όπου και παραμένουν μέχρι την αυγή. Στη συνέχεια τρώνε όλοι μαζί στην Τράπεζα.
Μετά την Τράπεζα ακολουθεί προσευχή και ακολούθως οι μοναχοί εξασκούν το διακόνημά τους, τα καθήκοντά τους. Κανένας δεν εξαιρείται από την εργασία ούτε καν ο ηγούμενος. Το μεσημέρι οι μοναχοί ξεκουράζονται και κοιμούνται. Το απόγευμα πηγαίνουν και πάλι στο καθολικό για την εσπερινή λειτουργία (εσπερινός) και στη συνέχεια στην Τράπεζα.
Η τελευταία λειτουργία της ημέρας είναι το απόδειπνο. Με τη δύση του ήλιου κλείνουν οι πόρτες του μοναστηριού και οι μοναχοί αποσύρονται στα κελιά τους όπου διαβάζουν, προσεύχονται και κοιμούνται.
Ο ιδιόρρυθμος τρόπος ζωής άρχισε να γίνεται δημοφιλής στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης και την επιβολή υψηλών φόρων από την Υψηλή Πύλη στους μοναχούς. Την ίδια εποχή άρχισε και η ακμή των σκητών. Στις σκήτες και στις ιδιόρρυθμες μονές οι μοναχοί οργανώνουν ο καθένας μόνος του τη ζωή του μεταξύ των αναγκών και της προσευχής. Μόνο τις Κυριακές και τις εορτές βρίσκονται όλοι μαζί στη Θεία Λειτουργία. Τις άλλες ημέρες ο καθένας εκπληρώνει τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στο παρεκκλήσι της καλύβας του.
Ο ερημικός βίος είναι ο πιο δύσκολος. Οι μοναχοί που επιλέγουν να ακολουθήσουν αυτό τον τρόπο ζωής συχνά ζουν σε σπηλιές και σε δένδρα. Τρώνε μόνο όσο είναι απαραίτητο για να παραμείνουν ζωντανοί, ασχολούνται μόνο χρειάζεται για να κρατούν το μυαλό τους σε εγρήγορση και αφιερώνουν όλο το χρόνο τους στην προσευχή. Μερικές φορές πηγαίνουν στις γειτονικές μονές για να λάβουν τη Θεία Κοινωνία.
Μετάβαση-Φιλοξενία
Όποιος Έλληνας Χριστιανός Ορθόδοξος ή αλλοδαπός ορθόδοξος επιθυμεί να επισκεφθεί το Άγιο Όρος θα πρέπει πρώτα να επικοινωνήσει με το Γραφείο Εξυπηρέτησης Προσκυνητών στη Θεσσαλονίκη (τηλ. 2310252575) ή στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής (2377071422) προκειμένου να λάβει το «Διαμονητήριον» που ισχύει για 4 (τέσσερις) ημέρες. Οι ετερόδοξοι αλλοδαποί πρέπει να απευθυνθούν στο Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης για να λάβουν άδεια εισόδου στο Άγιο Όρος.Από την Ουρανούπολη αναχωρούν καθημερινά πλοιάρια, οχηματαγωγά ή επιβατηγά, στις 9.45 π.μ. για τη Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους. Οι επισκέπτες για τις μονές Σίμωνος Πέτρας, Γρηγορίου, Διονυσίου, Αγίου Παύλου και για τη σκήτη της Άγίας Αννας μετεπιβιβάζονται στη Δάφνη σε άλλο πλοιάριο. Τέλος, ειδικά για τις μονές Εσφιγμένου, Χιλανδαρίου και Βατοπαιδίου ο επισκέπτης μπορεί να αναχωρήσει με πλοιάριο από την Ιερισσό.
Οι Μονές του Αγίου Όρους
Μονή Μεγίστης Λαύρας
Η μονή Μεγίστης Λαύρας απέχει περίπου μια ώρα με το πουλμανάκι από τις Καρυές. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου του Άθω. Ιδρύθηκε από τον μοναχό Αθανάσιο τον Αθωνίτη στα χρόνια των αυτοκρατόρων Ρωμανού Β' και Νικηφόρου Φωκά. Η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 11ο έως τον 14ο αι., οπότε και μόνασαν πολλοί άγιοι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ησυχαστής Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τον 15ο αι., έγινε στόχος πειρατικών επιδρομών και υπέστη πολλές καταστροφές, αλλά οι μοναχοί τον επόμενοι αιώνα κατάφεραν να αποκαταστήσουν κατεστραμμένα κτίρια και αγιογράφησαν εκ νέου το καθολικό και τα παρεκκλήσια του. Τον 18ο αι. όμως έπεσε και πάλι στην αφάνεια.Η Μεγίστη Λαύρα έχει τη μορφή μικρής μεσαιωνικής πολιτείας, καθώς περιβάλλεται από ισχυρό τείχος με 15 πύργους. Εντός και εκτός των τειχών υπάρχουν πολλά παρεκκλήσια, κελιά μοναχών. Ο κεντρικός ναός (το καθολικό) αποτελεί το πρότυπο των καθολικών όλων των μονών του Αγίου Όρους. Κτίστηκε το 963 από τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Είναι τετρακίονος ναός με τρούλο. Σε μεταγενέστερες εποχές προστέθηκαν τρεις κόγχες με αποτέλεσμα να πάρει τη μορφή σταυροειδούς ναού με τρούλο. Τοιχογραφήθηκε τον 16ο αι. από τον Θεοφάνη. Στο εσωτερικό του καθολικού, στο παρεκκλήσι των Σαράντα Μαρτύρων φυλάσσεται το λείψανο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Άλλα σημαντικά παρεκκλήσια είναι του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Αθανασίου και της Παναγίας Κουκουζέλισσας
Μπροστά από το καθολικό βρίσκεται η φιάλη, η παλαιότερη στο Όρος. Η τράπεζα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό, είναι η αρχαιότερη του Αγίου Όρους. Οι τοίχοι, το δάπεδο, και τα μαρμάρινα τραπέζια της χρονολογούνται από την εποχή της ίδρυσής της. Οι τοιχογραφίες της χρονολογούνται στο 16 αιώνα και αποδίδονται στο Θεοφάνη. Στο πολύ αξιόλογο σκευοφυλάκιο της μονής φυλάσσονται πολλά λείψανα αγίων, λειτουργικά σκεύη, το στέμμα και ο σάκκος του Νικηφόρου Φωκά, πλήθος ιερών αμφίων κ.α. Η βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει μεταξύ άλλων 2046 χειρόγραφα, 165 κώδικες, και 30.000 έντυπα βιβλία.
Στη μονή Mεγίστης Λαύρας ανήκουν τα περισσότερα εξαρτήματα από όλες τις μονές του Αγίου Όρους. Συγκεκριμένα υπάγονται σε αυτήν τρεις σκήτες (Αγίας Άννας, Καυσοκαλυβίων και Τιμίου Προδρόμου), καθίσματα, πολλά κελιά και ησυχαστήρια στις περιοχές Μορφωνού, Προβάτα, Άγιο Νείλο, Κερασιά, και στις Καρυές.
Μονή Βατοπεδίου
Η μονή Βατοπεδίου είναι χτισμένη στο μυχό ενός μεγάλου κόλπου, στα βορειοανατολικά της χερσονήσου του Άθω. Χτίστηκε το 972 και κτήτορές της ήταν οι μοναχοί Αθανάσιος, Αντώνιος και Νικόλαος, όλοι μαθητές του Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη. Η ανέγερση των σημερινών κτισμάτων έγινε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού.
Παρουσιάζει την όψη μικρής μεσαιωνικής πολιτείας καθώς διαθέτει πολλές πτέρυγες, πύργους, τρούλους, παρεκκλήσια, εργαστήρια και αποθήκες. Το καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε στα τέλη του 10ου αι. σύμφωνα με το αθωνικό αρχιτεκτονικό. Στους τοίχους του σώζονται μικρά δείγματα από την αρχική ψηφιδωτή διακόσμηση του ναού. Οι σημερινές τοιχογραφίες του ναού ανάγονται στον 14ο αι. Εκτός του καθολικού υπάρχουν πολλά παρεκκλήσια εντός και εκτός της μονής. Εκτός από το καθολικό η μονή διαθέτει 19 παρεκκλήσια εντός και εκτός των τειχών.
Απέναντι από το καθολικό βρίσκεται η τράπεζα, κτίσμα του 12ου αι, η οποία τοιχογραφήθηκε το 1786. Η μονή διαθέτει πάρα πολλά κειμήλια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι φυλάσσονται ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, η Ζώνη της Παναγίας, μέρος του καλάμου, στο οποίο είχε στερεωθεί ο σπόγγος με το ξύδι κ.α.
H βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής είναι πολύ πλούσιοι σε θησαυρούς και κειμήλια. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 1700 χειρόγραφοι κώδικες και 10.000 έντυπα παλαιά βιβλία.
Η μονή Βατοπεδίου μαζί με τη μονή Παντοκράτορος ήταν οι τελευταίες μονές που εγκατέλειψαν την ιδιορρυθμία για να ακολουθήσουν τον κοινοβιακό βίο. Η αλλαγή έγινε το 1992 και συνοδεύτηκε από την εγκατάσταση σε αυτό μιας πολύ δραστήριας αδελφότητας Κυπρίων -κυρίως-μοναχών. Σήμερα στο Βατοπέδι διαβιούν περισσότεροι από 100 μοναχοί, οι περισσότεροι στο Άγιο Όρος. Στο Βατοπέδι ανήκουν οι σκήτες του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές και του Αγίου Δημητρίου σε μικρή απόσταση από τη μονή.
Η σκήτη Μπογορόδιτσα (Θεογεννήτρια) είναι χτισμένη σε μια απόκρημνη περιοχή μεταξύ της μονής Βατοπεδίου και της μονής Παντοκράτορος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Μοιάζει με μονή καθώς περιβάλλεται από τείχος και στη μέση της αυλής υπάρχει ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το μεγαλύτερο μέρος της σκήτης είναι σε κακή κατάσταση. Tο κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eίναι λιτός ναός αγιορειτικού τύπου, και έχει καταστραφεί πολλές φορές στο παρελθόν από πυρκαϊά. Στη σκήτη κατοικεί πλέον μόνο ένας μοναχός.
Αντίθετα η άλλη σκήτη της περιοχής, η σκήτη Αγίου Δημητρίου που απέχει μια ώρα από τη μονή Βατοπεδίου είναι πλέον ακατοίκητη και κατεστραμμένη. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο και έχει τη μορφή οικισμού.
Το κυριακό της σκήτης Αγίου Δημητρίου χτίστηκε το 12ο αιώνα. Ανακαινίστηκε στις αρχές του 18ου αι και τοιχογραφήθηκε το 1755. Ο εξωνάρθηκας κατασκευάστηκε αργότερα και τοιχογραφήθηκε το 1806.
Μονή Ιβήρων
Η μονή Ιβήρων είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα κοντά στη θάλασσα. Απέχει δέκα λεπτά με το πουλμανάκι από τις Καρυές. Η διαδρομή από τις Καρυές έως την Ιβήρων είναι η πιο πολυσύχναστη, διότι ο δρόμος αυτός εξυπηρετεί πολλά κελλιά μοναχών.
Η μονή ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. από τον Ιωάννη Τορνικίπο, ακόλουθο του Δαβίδ του ηγεμόνα της Ιβηρίας στην περιοχή της σημερινής Γεωργίας. Γνώρισε μεγάλη ακμή τον 16ο αι. οπότε και συμπληρώθηκε με μνημειακά κτίρια και λαμπρές τοιχογραφίες.
Πρόκειται για ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, παραδοσιακής αθωνίτικης αρχιτεκτονικής με ευρύχωρη αυλή. Όπως σε όλες τις μεγάλες μονές του Αγίου Ορους στο κέντρο της αυλής δεσπόζουν το καθολικό και απέναντί του η Τράπεζα. Το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε το 1513 σύμφωνα με το αθωνικό αρχιτεκτονικό τυπικό. Τοιχογραφήθηκε σε διάφορες φάσεις από τον 16ο μέχρι τον 19ο αι. Το τέμπλο της είναι έργο του 18ου αι.
Η τράπεζα στεγάζεται σε ξεχωριστό κτίριο στην αυλή ακριβώς απέναντι από την είσοδο του καθολικού. Πάνω από την είσοδο της τράπεζας είναι κτισμένο το κωδωνοστάσιο της μονής.
Εντός της μονής υπάρχουν 16 παρεκκλήσια. Δυο από αυτά, των Αγίων Αρχαγγέλων και του Αγίου Νικολάου βρίσκονται στον εσωνάρθηκα του καθολικού. Όμως το καύχημα της μονής αυτής είναι η Παναγία η Πορταίτισσα, μια θαυματουργή εικόνα, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ήλθε μόνη της από τη θάλασσα. Φυλάσσεται σε ξεχωριστό παρεκκλήσι κοντά στην είσοδο της μονής γι αυτό και πήρε την ονομασία Πορταίτισσα.
Στο σκευοφυλάκιο της μονής φυλάσσονται χρυσά και αργυρά λειτουργικά σκεύη, ιερατικές στολές και είδη ρωσικής καλλιτεχνίας. Η βιβλιοθήκη φιλοξενεί περισσότερους από 2000 κώδικες, 15 περγαμηνούς κώδικες και ειλητάρια, 100 χειρόγραφα και 15000 έντυπα βιβλία, πολλά σημαντικά αυτοκρατορικά και πατριαρχικά συγγίλια.
Καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 62 μοναχούς (2001).
Μονή Χιλανδαρίου
Η μονή Χιλανδαρίου είναι κτισμένη σε λάκκο κοντά σε μια ρεματιά, κυριολεκτικά αθέατη από τη θάλασσα. Πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή ενός παλαιότερου μοναστικού συγκροτήματος που ονομαζόταν Χιλανδάρης. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ο αι. από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια και το γιο του Ράτσκο, οι οποίοι μάλιστα έγιναν μοναχοί εκεί. Κατά τον 14ο αι. η μονή έφθασε στη μέγιστη ακμή της χάρη στις δωρεές των Σέρβων ηγεμόνων, των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και ιδιωτών.
Το καθολικό είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Χτίστηκε στις αρχές του 14ου αι. και ακολουθεί το αθωνικό αρχιτεκτονικό τυπικό. Τοιχογραφήθηκε στο διάστημα 1319-1320. Απέναντι από την είσοδο του καθολικού βρίσκεται η Τράπεζα, τοιχογραφημένη από Σέρβο μοναχό. Η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων βρίσκεται στο κέντρο της αυλής ανάμεσα σε δυο κυπαρίσσια που δεσπόζουν στο χώρο με το μέγεθός τους.
Αποτελούσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο των Σέρβων και μια από τις σημαντικότερες εστίες διαφύλαξης του σερβικού πολιτισμού. Μεταξύ των πολλών τιμίων λειψάνων που φυλάσσονται στη μονή ξεχωρίζει το σκήνωμα του Αγίου Σάββα στο καθολικό. Επίσης στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 181 χειρόγραφοι κώδικες στα ελληνικά και 809 σε σλαβικές γλώσσες, 400 έγγραφα και 20.000 έντυπα βιβλία.
Η μονή κατατάσσεται τέταρτη σύμφωνα με το τυπικό των αγιορείτικων μονών. Δεν φιλοξενεί καθώς το αρχονταρίκι και όλη η βόρεια πτέρυγα καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2003 και βρίσκεται σε φάση ριζικής ανακατασκευής.
Γενική άποψη (μεγάλη) | Εξωτερική όψη |
Εξωτερική όψη | Εσωτερική όψη |
Τα δυο κυπαρίσσια στην αυλή | Ο πύργος |
Ο πύργος | Το μονοπάτι για την Εσφιγμένου |
Το κελί Γιοβάντσα. Ο νέος αρσανάς της μονής |
Μονή Διονυσίου
Η μονή ιδρύθηκε στα τέλη του 14ου αι. από τον όσιο Διονύσιο από την Κορησό της Καστοριάς. Μέχρι τον 16ο αι. ευεργετήθηκε κατ΄ επανάληψη από Βυζαντινούς αυτοκράτορες και από ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Το 1535 καταστράφηκε στο μεγαλύτερό της μέρος από πυρκαγιά, αλλά ανοικοδομήθηκε εκ νέου με την οικονομική βοήθεια ηγεμόνων των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Το κτιριακό συγκρότημα της μονής που έχει έντονο φρουριακό χαρακτήρα είναι κτισμένο σε απόκρημνο βράχο, 80 μέτρα από την θάλασσα. Χαρακτηρίζεται από κλειστούς και ανοικτούς εξώστες πάνω σε ξύλινους προβόλους, ιδιαίτερα από την πλευρά της θάλασσας. Η αυλή της είναι μικρή, στην οποία κυριαρχεί ο όγκος του καθολικού και ο πύργος της μονής.
Το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στον Γενέσιο τον Πρόδρομο, κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε το διάστημα 1537-1547 από τον Τζώρτζη. Έχει σχήμα σταυροειδές με τρούλο. Εντός του καθολικού υπάρχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία του Ακάθιστου Ύμνου. Τα λείψανα του Αγίου Νίφωνα, πατριάρχη Κωνσταντινούπολης φυλάσσονται σε ειδική κρύπτη στο καθολικό. Άλλα παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στους Αρχάγγελους, στον Άγιο Νίφωνα, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Γεώργιο, τους Άγιος Κοσμά και Δαμιανό, τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Η τράπεζα που βρίσκεται δίπλα στο καθολικό είναι ευρύχωρη και εικονογραφημένη από τους καλλιτέχνες Δανιήλ και Μερκούριο, οπαδούς της κρητικής σχολής. Μεταξύ των κειμηλίων της μονής ξεχωρίζει το λείψανο του Αγίου Νίφωνα, πατριάρχη Κωνσταντινούπολης που φυλάσσονται σε μια κρύπτη στο καθολικό. Σε μικρή απόσταση από τη μονή βρίσκεται το κάθισμα των Αγίων Αποστόλων, που κατοικείται από τον πολυγραφότατο μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη.
Η μονή κατέχει την πέμπτη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 48 μοναχούς (2001).
Μονή Κουτλουμουσίου
Σε πολύ μικρή απόσταση από τις Καρυές βρίσκεται η μονή Κουτλουμουσίου. Είναι η πρώτη μονή που συναντούν οι προσκυνητές που επιθυμούν να μεταβούν στις άλλες μονές ακολουθώντας τα μονοπάτια. Η ίδρυση της μονής τοποθετείται χρονικά πριν το 1169. Τον 14ο αι. καταστράφηκε από τους Καταλανούς επιδρομείς, αλλά αμέσως μετά πέρασε μια περίοδο ακμής, τουλάχιστον μέχρι την κατάκτηση του Αγίου Όρους από τους Οθωμανούς. Τμήματα της μονής καταστράφηκαν από πυρκαγιές τον 15ο, 18ο, 19ο αι.
Το καθολικό, κτίσμα του 1540 και εικονογραφημένο την ίδια εποχή, είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το τέμπλο του καθολικού είναι έργο του 19ου αι. και συγκαταλέγεται στα καλύτερα έργα ξυλογλυπτικής στον Άθω. Στη μονή υπάρχουν αρκετά παρεκκλήσια. Το πιο εντυπωσιακό είναι της Παρθένου μέσα στο καθολικό, στα αριστερά του εξωνάρθηκα, χτίσμα του 1733 που φιλοξενεί τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με το Χριστό. Επίσης παρεκκλήσια είναι αφιερωμένα στην Αγία Ναταλία, τους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, στους Άγιους Πάντες, στον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή, στους Αρχάγγέλους και στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Το κτίριο της Τράπεζας βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό, όμως λόγω των έργων συντήρησης και τοιχογράφησης που εκτελούνται, δεν χρησιμοποιείται. Η φιάλη που βρισκόταν μεταξύ του καθολικού και της Τράπεζας μεταφέρθηκε πρόσφατα βορειότερα λόγω καθίζησης.
Η μονή καταλαμβάνει την έκτη θέση μεταξύ των αξιορείτικων μονών. Στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσονται 662 χειρόγραφοι κώδικες και 3500 έντυπα βιβλία. Επίσης στο καθολικό φυλάσσονται τα λείψανα πολλών αγίων.
Κοντά στη μονή βρίσκονται τα εξαρτήματα, η σκήτη Τιμίου Προδρόμου και αρκετά κελιά. Το πιο γνωστό κελί της μονής Κουτλουμουσίου είναι το Κελί Τιμίου Προδρόμου στις Καρυές, στο οποίο μόνασε ο αγιογράφος του 18ου αιώνα Διονύσιος από τον Φουρνά της Ευρυτανίας. Εκεί έγραψε το σπουδαίο βιβλίο Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, χάρη στο οποίο γνωρίζουμε πολλά για την εικονογραφία στο Άγιο Όρος. Επίσης το 1711 φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του κελιού.
Μονή Παντοκράτορος
Η μονή Παντοκράτορος είναι κτισμένη στο μέσο περίπου της βορειοανατολικής πλευράς του Αγίου Όρους επάνω σε βραχώδη τοποθεσία δίπλα στη θάλασσα. Είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Ιδρύθηκε από τον Αλέξιο Στρατοπεδάρχη και τον Ιωάννη Πριμικάριο στα μέσα του 14ου αι.
Μετά την κατάκτηση του Αγίου Όρους από τους Οθωμανούς η μονή έπεσε σε παρακμή, αλλά κατόρθωσε να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες με την βοήθεια των ελληνικής καταγωγής ηγεμόνων Παραδουναβίων περιοχών και των Φαναριωτών. Αν και καταστράφηκε δυο φορές από πυρκαγιά, το 1773 και το 1948, ωστόσο κατάφερε να επιβιώσει, να αυξήσει τα καθιδρύματα που βρίσκονται υπό την κατοχή της και στις μέρες μας να γνωρίσει μια νέα περίοδο ακμής.
Το καθολικό της μονής είναι μικρό λόγω της έλλειψης χώρου. Έχει την ιδιαιτερότητα, οι χώροι του να βρίσκονται στο μέσο της κάτοψης του Καθολικού και μάλιστα σε σχετική απόσταση από το Ιερό Βήμα. Σε παρεκκλήσι στο εσωτερικό του καθολικού φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας. Το καθολικό είναι τοιχογραφημένο από τεχνίτες της Μακεδονικής σχολής. Κάποια τμήματα των τοιχογραφιών έχουν ανακαινιστεί το 1854. Εντός της μονής υπάρχουν 8 παρεκκλήσια.
Λόγω της έλλειψης χώρου η μονή δεν διαθέτει φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων. Η τράπεζα βρίσκεται στον πρώτο όροφο της δυτικής πτέρυγας απέναντι από το Καθολικό. Τοιχογραφήθηκε το 1749 από ζωγράφους από τα Γιάννενα, ενώ τμήμα της ιστορήθηκε πρόσφατα από μοναχούς της μονής.
Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 350 κώδικες, δυο λειτουργικά ειλητάρια και 3500 έντυπα βιβλία. Πρόσφατα μερικοί κώδικες εκλάπησαν από τη βιβλιοθήκη. Επίσης στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται πολλά ιερά κειμήλια και ένα σημαντικό τεμάχιο Τίμιου Ξύλου.
Καταλαμβάνει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 26 μοναχούς (2001). Η μονή διαθέτει πολλά εξαρτήματα, με πιο σημαντικό τη σκήτη του Προφήτη Ηλία. Επίσης τα κελιά του Ραβδούχου και της Κοίμησης της Παρθένου ή του Άξιον Εστί, από την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα.
Μονή Ξηροποτάμου
Η μονή Ξηροποτάμου, αφιερωμένη στους Σαράντα Μάρτυρες, είναι κτισμένη σε υψόμετρο περίπου 200 μ. σε μικρή απόσταση από τον κεντρικό δρόμο που ενώνει τη Δάφνη με τις Καρυές. Ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. πιθανόν από τον μοναχό Παύλο Ξηροποταμίτη και άκμασε στους υστεροβυζαντινούς χρόνους χάρη στην υποστήριξη των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και των Σέρβων βασιλέων. Μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς έπεσε σε αφάνεια λόγω των πειρατικών επιδρομών και δυο πυρκαγιών στα 1507 και στα 1609, οι οποίες προξένησαν σοβαρές καταστροφές στη μονή.
Το καθολικό της μονής κτίστηκε στο διάστημα 1761-1763 και ακολουθεί το τυπικό των αθωνικών καθολικών. Το τέμπλο του καθολικού είναι ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο και αποτελεί έργο εξαιρετικής τέχνης. Εντός της μονής βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Αρχαγγέλων, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, των Αγίων Θεοδοσίου και Γεωργίου, της Ύψωσης του Σταυρού και στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Απέναντι από την είσοδο του καθολικού βρίσκεται η Τράπεζα, η οποία χτίστηκε με την οικονομική βοήθεια Βλάχων ηγεμόνων. Μεταξύ του καθολικού και της Τράπεζας βρίσκεται η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων φτιαγμένη από κόκκινο μάρμαρο. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 409 χειρόγραφοι κώδικες και 4000 έντυπα βιβλία. Επίσης στη μονή σώζονται πολύτιμα αντικείμενα, όπως ένα μεγάλο κομμάτι Τίμιου Ξύλου και λείψανα αγίων.
Η μονή καταλαμβάνει την όγδοη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 25 μοναχούς (2001).
Εξωτερική άποψη (μεγάλη) | Ο πύργος |
Εσωτερική άποψη | Η είσοδος |
Το κιόσκι | Η φιάλη |
Το καθολικό |
Μονή Ζωγράφου
Η μονή Ζωγράφου βρίσκεται στην νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου, σε δασώδη πλαγιά, αθέατη από την θάλασσα από την οποία απέχει περίπου μια ώρα πεζοπορία. Κατά την παράδοση κτίστηκε τον 10ο αιώνα από τους μοναχούς Μωυσή, Ααρών και Ιωάννη από την Αχρίδα.
Αρχικά η μονή ήταν ελληνική αλλά από το 1192 άρχισαν να εγκαθίστανται Βούλγαροι μοναχοί στη μονή. Στις αρχές του 13ου αιώνα υπέστη σοβαρές καταστροφές από τους Καταλανούς αλλά και τους ενωτικούς του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' και του πατριάρχη Βέκκιου οι οποίοι κατά την παράδοση το 1276 θανάτωσαν, είκοσι έξι μοναχούς στον πύργο της μονής. Το 1873 ανεγέρθηκε στην θέση του παλιού πύργου μνημείο των 26 μαρτύρων. Από τα μέσα του 19ου αι. όλοι οι μοναχοί είναι Βούλγαροι και οι ακολουθίες ψάλλονται στα βουλγαρικά.
Το μοναστηριακό συγκρότημα είναι μεγαλοπρεπές με πολυώροφα κτίρια, ευρύχωρη αυλή, στη μέση της οποίας βρίσκεται το καθολικό, το οποίο κτίστηκε το 1801 και τοιχογραφήθηκε το 1817. Επίσης υπάρχουν 8 παρεκκλήσια εντός του καθολικού και άλλα 8 στην υπόλοιπη μονή. Είναι αφιερωμένα στην Παναγία την Ακάθιστο, στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή, στον Άγιο Δημήτριο, στους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, στους Σαράντα Μάρτυρες και στους Αρχαγγέλους.
Η τράπεζα, πρόσφατα ανακαινισμένη, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό. Είναι κτίσμα του 19ου αι. Κοντά στο καθολικό και στην τράπεζα (βορειοδυτικά) βρίσκεται η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων. Η μονή διαθέτει πολλά κειμήλια. Η βιβλιοθήκη βρίσκεται στον πύργο της μονής. Φιλοξενεί σπάνια χειρόγραφα, ελληνικούς και βουλγαρικούς κώδικες, και 10.000 έντυπα βιβλία στα ελληνικά και σε σλαβικές γλώσσες. Ο σημαντικότερος κώδικας είναι το χειρόγραφο της πρώτης ιστορίας του βουλγαρικού έθνους που έγραψε ο μοναχός Παίσιος το 1745.
Η μονή καταλαμβάνει την ένατη θέση μεταξύ των μονών του Αγίου Όρους και κατοικείται από 23 μοναχούς (2001).
Μονή Δοχειαρίου
Η πρώτη μονή που παρουσιάζεται στα μάτια του επισκέπτη είναι η μονή Δοχειαρίου. Είναι το πιο γραφικό μοναστήρι χτισμένο δίπλα στη θάλασσα με πολλά κυπαρίσσια γύρω του. Έχει τη μορφή φρουριακού συγκροτήματος. Στο βάθος δεσπόζει ο πύργος, παρατηρητήριο αλλά και τελευταίο σημείο άμυνας σε άλλους χαλεπούς καιρούς, όταν οι πειρατές λυμαίνονταν τα παράλια του Αιγαίου.
Η μονή ιδρύθηκε τον 10ο αι. από το μοναχό Ευθύμιο, τον επονομαζόμενο δοχειάρη, γιατί ήταν αποθηκάριος στη Μεγίστη Λαύρα. Μέχρι τον 14ο αι. γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως ανακόπηκε τους επόμενους αιώνες λόγω των πειρατικών επιδρομών. Τον 16ο αι. όμως επανέκαμψε λόγω των δωρεών του ηγεμόνα της Mολδοβλαχίας Iωάννη Λεπουσνεάνου. Kατά την ελληνική επανάσταση έχασε το σύνολο της κινητής περιουσίας της.
Το καθολικό της μονής χτίστηκε το 1568 με χορηγία του Ιωάννη Λεπουσνεάνου και είναι αφιερωμένο στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καθολικού το μεγάλο ύψος του και οι τοιχογραφίες του εσωτερικού από τον φημισμένο καλλιτέχνη Τζώρτζη. Σε παρεκκλήσι που βρίσκεται στη στοά ανάμεσα στο καθολικό και στην Τράπεζα φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπήκοου. Η ίδια η Τράπεζα χτίστηκε τον 16ο αι. και τοιχογραφήθηκε το 17ο αι. Άλλα παρεκκλήσια που βρίσκονται εντός της μονής είναι των Αρχαγγέλων, των σαράντα Μαρτύρων, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγίου Γεωργίου.
Η μονή φιλοξενεί τεμάχια Τίμιου Ξύλου και πολλά λείψανα αγίων. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 395 καταλογογραφημένα χειρόγραφα και 46 ακαταλογογράφητα και 1.500 έντυπα βιβλία.
Καταλαμβάνει τη δέκατη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μοναστηριών και κατοικείται από 23 μοναχούς (2005).
Γενική άποψη από τη θάλασσα (μεγάλη) | Η είσοδος |
Εξωτερική άποψη (λεπτομέρεια) | Εσωτερική άποψη |
Εσωτερική άποψη | Το αγίασμα |
Τρούλοι του καθολικού (λεπτομέρεια) | Ο αρσανάς της μονής |
Ο πύργος |
Μονή Καρακάλλου
Η μονή Καρακάλλου είναι χτισμένη στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω σε υψόμετρο 200μ. Απέχει 5 λεπτά με το πουλμανάκι από τη μονή Φιλοθέου, ή μισή ώρα με αργό περπάτημα.
Είναι αφιερωμένη στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Η μονή αναφέρεται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα το 1018. Τρεις αιώνες αργότερα η μονή ξαναχτίστηκε με την ηθική στήριξη και την οικονομική ενίσχυση των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων και αφιερώθηκε στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Τον 16ο αι. καταστράφηκε από τους πειρατές, αλλά με την οικονομική βοήθεια των ηγεμόνων της Μολδαβίας ξαναχτίστηκε για μια ακόμη φορά. Πάντως η μονή κάηκε πρόσφατα, το 1989 και ανακαινίστηκε εξ ολοκλήρου.
Το κτιριακό συγκρότημα της μονής έχει την ίδια αρχιτεκτονική μορφή με τις άλλες αγιορίτικες μονές, μόνο που εδώ λόγω της έλλειψης χώρου δεν υπάρχει φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων και η Τράπεζα στεγάζεται σε πτέρυγα της μονής και όχι σε αυτόνομο κτίσμα.
Το καθολικό, παρότι ακολουθεί τον τύπο των άλλων ναών στο Άγιο Όρος χτίστηκε στο διάστημα 1548-1564. Δεν έχει τη λάμψη και την αρχοντιά των άλλων καθολικών και δεν προσελκύει το ενδιαφέρον των προσκυνητών.
Η Τράπεζα χτίστηκε το 1875 και βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα της μονής. Στο κτιριακό συγκρότημα της μονής υπάρχει ένας μεγάλος αμυντικός πύργος που χτίστηκε τον 16ο αι., ενώ και ο αρσανάς της μονής προστατεύεται από πύργος που χτίστηκε περίπου την ίδια περίοδο. Επίσης η μονή διαθέτει τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου και τμήματα λειψάνων Αγίων.
Στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσονται 279 χειρόγραφοι κώδικες, χρυσόβουλα, και άλλα επίσημα έγγραφα καθώς και 2500 έντυπα βιβλία. Η μονή καταλαμβάνει τη δέκατη τρίτη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 46 μοναχούς.
Μονή Σίμωνος Πέτρας
Η μονή Σίμωνος Πέτρας χτίστηκε από τον Άγιο Σίμωνα στις αρχές του 14ου αι. πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο ύψους 230 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το εντυπωσιακό επταώροφο κτίριο της μονής καταστράφηκε τρεις φορές από πυρκαγιά. Την πρώτη φορά το 14ο αι. αλλά ο βασιλιάς της Σερβίας Ιωάννης Ούγκλεσης ανακαίνισε τη μονή και πρόσθεσε και νέα κτίρια. Δεύτερη πυρκαγιά κατέστρεψε τη μονή το 17ο αι.
Η πιο καταστροφική ήταν η τρίτη πυρκαγιά στα 1891, η οποία κατέστρεψε τα περισσότερα αρχεία, βιβλία, λατρευτικά σκεύη και χρυσόβουλα της μονής. Κάηκαν ολοσχερώς το καθολικό και η βιβλιοθήκη. Η ανοικοδόμηση της μονής ξεκίνησε εκ νέου το 1891 χάρη στη γενναιοδωρία του Ρώσου αυτοκράτορα.
Το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Είναι χτισμένο σύμφωνα με το αθωνικό τυπικό και περιλαμβάνει και μέρη του προηγούμενου ναού. Είναι μικρός ναός και δεν έχει τοιχογραφηθεί. Υπάρχουν και τέσσερα παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Γεώργιο, στην Μαρία Μαγδαληνή, τον Άγιο Χαράλαμπο, και στους Αρχαγγέλους.
Λόγω της εκτεταμένης ανακαίνισης η μονή έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες φιλοξενίας προσκυνητών. Καύχημα της μονής αποτελεί η βιβλιοθήκη της, που διαθέτει περισσότερους από 70.000 τόμους για ανθρωπιστικές επιστήμες και η οποία χρησιμοποιεί τις πλέον σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης και φύλαξης των βιβλίων.
Η μονή καταλαμβάνει τη δέκατη τρίτη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 79 μοναχούς (2001).
Μονή Αγίου Παύλου
Η μονή Αγίου Παύλου είναι χτισμένη σε μια πλαγιά του Άθω. Αναφέρεται για πρώτη φορά σε κείμενα το 972. Ξανά αναφέρεται το 1269. Στις αρχές του 14ου αι. καταστράφηκε και υποβιβάστηκε σε κελί, αλλά το 1365 ανακηρύχθηκε και πάλι μονή. Ευεργετήθηκε από πολλούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ηγεμόνες των Παραδουναβίων περιοχών και Ρώσους τσάρους.
Το 1820 επεκτάθηκε κτιριακά και πήρε τη σημερινή μορφή της, όμως γνώρισε μεγάλα δεινά από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπέστη δύο τεράστιες καταστροφές από πυρκαγιά και από πλημμύρα.
Το κτιριακό συγκρότημα έχει έντονη φρουριακή μορφή, περιβάλλεται με τείχος και διαθέτει αμυντικό πύργο. Το καθολικό της μονής χτίστηκε το διάστημα 1839-1844 και είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Χριστού. Δεν είναι εικονογραφημένο. Στο καθολικό φυλάσσονται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Μυροβλύτισσας, τεμάχια Τιμίου Ξύλου και τα Δώρα των Μάγων προς το νεογέννητο Χριστό.
Στον εσωνάρθηκα βρίσκονται δυο παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Απόστολο Παύλο και στον Άγιο Γεώργιο. Εκτός από το καθολικό εντός της μονής υπάρχουν 10 παρεκκλήσια.
Η τράπεζα συνδέεται με σκεπαστό διάδρομο με το καθολικό. Είναι κτίσμα του 1820 και χαρακτηρίζεται από τις χυτές μαντεμένιες κολώνες, το μαρμάρινο δάπεδο και τα μαρμάρινα τραπέζια.
Ο πύργος της μονής είναι κτίσμα του 1522. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 495 χειρόγραφα και 12.500 έντυπα βιβλία. Η μονή κατέχει την δέκατη τέταρτη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 75 μοναχούς (2001). Εξαρτήματα της μονής αποτελούν η Νέα Σκήτη και η Λακκοσκήτη ή σκήτη του Αγίου Δημητρίου.
Μονή Σταυρονικήτα
Η μονή Σταυρονικήτα είναι η νεότερη και μικρότερη μονή του Αγίου Όρους. Απέχει δεκαπέντε λεπτά από τις Καρυές με το πουλμανάκι, ή μια ώρα από τη μονή Παντοκράτορος από ένα παραλιακό μονοπάτι.
Η μονή χτίστηκε στις αρχές του 16ου αι. στα χρόνια της παντοδυναμίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χωρίς την οικονομική ενίσχυση των χριστιανών ηγεμόνων της εποχής. Χωρίς πολλά μετόχια και με ασήμαντη σε σχέση με τις άλλες μονές κτηματική περιουσία, ποτέ δεν γνώρισε μια περίοδο μεγάλης ακμής, ενώ καταστράφηκε επανειλημμένα από πυρκαγιά (1817, 1864, 1879).
Το κτιριακό συγκρότημα είναι μικρό με καθαρά φρουριακό χαρακτήρα, θεμελιωμένο στην άκρη ενός βράχου. Επειδή ο βράχος είναι σαθρός γίνονται εκτεταμένες εργασίες στήριξης, τόσο της μονής, όσο και του βράχου. Ο εσωτερικός χώρος είναι περιορισμένος, τόσο που μετά βίας υπάρχει αύλιος χώρος γύρω από το καθολικό.
Το ίδιο το καθολικό είναι μικρό, αλλά στολισμένο με τοιχογραφίες του φημισμένου ζωγράφου της Κρητικής σχολής Θεοφάνη Στρυλίτζα. Κτίστηκε το διάστημα 1517-1536 και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Η τράπεζα βρίσκεται στον πρώτο όροφο της νότιας πτέρυγας και είναι τοιχογραφημένη από εκπροσώπους της Κρητικής σχολής.
Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 170 χειρόγραφα και αρκετές χιλιάδες έντυπα βιβλία. Στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται ιερά λείψανα αγίων, λειτουργικά σκεύη και σταυροί. Η μονή καταλαμβάνει τη δέκατη πέμπτη θέση στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 42 μοναχούς (2001).
Η είσοδος (μεγάλη) | Γενική άποψη από τη θάλασσα |
Ο πύργος | Εσωτερική άποψη |
Άποψη | Η είσοδος |
Ο Άθως από τη μονή Σταυρονικήτα |
Μονή Ξενοφώντος
Η μονή Ξενοφώντος, ιδρύθηκε το 998 με πρώτο ηγούμενο τον μοναχό Ξενοφώντα. Υπέστη μεγάλες καταστροφές τον 13ο και τον 14ο αι. από τους Λατίνους και τους Καταλανούς πειρατές, όμως τους επόμενους αιώνες κατόρθωσε να ανακάμψει. Ήταν η πρώτη μονή που επανήλθε στον κοινοβιακό τρόπο οργάνωσης το 1784. Η μονή γιόρτασε πρόσφατα (το 1998) τα 1000 χρόνια από την ίδρυσή της.
Με την ευκαιρία του εορτασμού της χιλιετηρίδας έχει διαμορφωθεί στο υπόγειο μιας πτέρυγας ένας σύγχρονος εκθεσιακός χώρος, που αναδεικνύει τα σπουδαιότερα κειμήλια της μονής.
Το μοναστηριακό συγκρότημα είναι αρκετά μεγάλο, με ευρύχωρη αυλή (μάλιστα είναι η μοναδική μονή του Αγίου Όρους με δυο καθολικά). Από την πλευρά της θάλασσας η μονή εμφανίζεται να έχει πολλούς ξύλινους εξώστες και σαχνισιά, ενώ από τις άλλες όψεις περιβάλλεται από ψηλά οχυρωματικά τείχη που πρόσφεραν προστασία από τις επιδρομές των πειρατών σε παλαιότερες εποχές.
Το αρχαιότερο καθολικό βρίσκεται κοντά στην πύλη της μονής. Είναι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Χτίστηκε τον 16ο αι. και τοιχογραφήθηκε από εκπροσώπους της Κρητικής σχολής. Το νέο καθολικό, που βρίσκεται στην ανωφέρεια της αυλής, κτίστηκε το διάστημα 1817-1837 και συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα καθολικά των αγιορείτικων μονών. Μπροστά από το νέο καθολικό βρίσκεται η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων.
Εντός της μονής υπάρχουν οκτώ παρεκκλήσια, αφιερωμένα στην Αγία Ευφραιμία, τους Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, στα Εισόδια της Θεοτόκου, στον Άγιο Λάζαρο και στον Άγιο Στέφανο. Επίσης έξι παρεκκλήσια βρίσκονται εκτός των τειχών της μονής. Η βιβλιοθήκη της μονής φιλοξενεί 300 χειρόγραφα και 4.000 έντυπα βιβλία.
Η μονή Ξενοφώντος καταλαμβάνει την 16η θέση μεταξύ των αγιορείτικων μοναστηριών και κατοικείται από 102 μοναχούς (2001). Εξάρτημα της μονής αποτελεί η γειτονική σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Μονή Γρηγορίου
Η μονή Οσίου Γρηγορίου, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, είναι χτισμένη πάνω σε βράχο δίπλα στη θάλασσα. Ιδρύθηκε λίγο πριν τα μέσα του 14ου αι. από τον όσιο Γρηγόριο. Το 1500 ερημώθηκε λόγω πειρατικών επιδρομών, αλλά χάρη στην οικονομική στήριξη του ηγεμόνα της Mολδοβλαχίας Στεφάνου του Mεγάλου, καθώς και άλλων ηγεμόνων αργότερα γνώρισε μεγάλη ακμή.
Το μοναστηριακό της συγκρότημα, έχει σύνθετη αρχιτεκτονική μορφολογία, με όψεις όπου κυριαρχούν οι συνεχόμενοι εξώστες και οι πεσσοί της νότιας πτέρυγας. Ο χώρος στην αυλή είναι περιορισμένος και δεν υπάρχει φιάλη. Το καθολικό, που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, χτίστηκε το διάστημα 1761-1775 στο τύπο του αθωνικού καθολικού με διπλό νάρθηκα.
Τοιχογραφήθηκε το 1779 από τους μοναχούς Γαβριήλ και Γρηγόριο από την Καστοριά. Ο νάρθηκας προστέθηκε αργότερα. Η τράπεζα βρίσκεται δίπλα στο καθολικό.
Η βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει 297 χειρόγραφους κώδικες, θεολογικά, εκκλησιαστικά και λειτουργικά βιβλία. Επίσης στη μονή φυλάσσονται χρυσόβουλα, συγγίλια, κλπ..
Η μονή καταλαμβάνει τη δέκατη έβδομη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 88 μοναχούς (2001).
Γενική άποψη από τη θάλασσα (μεγάλη) | Γενική άποψη από τη θάλασσα |
Άποψη από ψηλά | Άφιξη στη μονή |
Το καθολικό | Λεπτομέρεια |
Πνευματική περισυλλογή | Το αρχονταρίκι |
Κόρδες κελιών | Ο αρσανάς και το ψαρόσπιτο |
Μονή Αγίου Παντελεήμονος
Η μονή Αγίου Παντελεήμονος, πιο γνωστό ως το ρώσικο μοναστήρι, είναι ένα τεράστιο και επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα. Η μονή ιδρύθηκε στη θέση αυτή το 1765. Το παλιότερο κτηριακό συγκρότημα ανάγεται στον 11ο αι. Στη μονή αυτή άρχισαν να συρρέουν από το 1840 πολλοί Ρώσοι μοναχοί, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αι. ξεπέρασαν τα 1000 άτομα.
Μάλιστα από το 1875 μπορούσαν να εκλέγουν Ρώσο ηγούμενο. Με τις γενναίες χορηγίες των Ρώσων τσάρων και του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Σκαρλάτου Καλιμαύχη, χτίστηκε το τεράστιο κτιριακό συγκρότημα, τα πολλά και μεγάλα παρεκκλήσια και όλα στολίστηκαν με χρυσάφι και ασήμι.
Όμως η πτώση της τσαρικής Ρωσίας οδήγησε τη μονή σε παρακμή. Πάντως τα τελευταία χρόνια έρχονται να μονάσουν στον Άγιο Παντελεήμονα νέοι μοναχοί από τη Ρωσία και τις άλλες ρωσόφωνες χώρες. Επίσης η μονή απέκτησε μέρος της λάμψης της ύστερα από την ανακαίνιση των περισσοτέρων κτιρίων της.
Όλα τα οικοδομήματα αποτελούν δείγματα της ρωσικής αρχιτεκτονικής και είναι διακοσμημένα με τοιχογραφίες της ρωσικής ζωγραφικής σχολής του 19ου αι. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Κτίστηκε το διάστημα 1812-1821 και ακολουθεί τη μορφή και το τυπικό των αθωνικών ναών. Εκτός του κεντρικού ναού υπάρχουν τα μεγάλα παρεκκλήσια της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του Αγίου Μητροφάνη και της Αναλήψεως του Κυρίου, το πενταόροφο οικοδόμημα των κελιών των μοναχών.
Η Τράπεζα, χτίστηκε το 1890 και τοιχογραφήθηκε το 1897. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό, που μπορεί να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα σχεδόν 1000 άτομα. Πάνω από την είσοδο της Τράπεζας είναι το καμπαναριό. Ένα επιβλητικό κτίριο με 32 καμπάνες.
Η μεγαλύτερη βρίσκεται στον πρώτο όροφο και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο. Έχει διάμετρο σχεδόν 3 μέτρα, ζυγίζει 13 τόνους και όταν κτυπά ακούγεται μέχρι τον Πολύγυρο, 70 χιλιόμετρα μακριά.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μονές η Θεία Λειτουργία δεν τελείται στο καθολικό, αλλά στο παρεκκλήσι της Αγίας Σκέπης. Αυτό γίνεται διότι σύμφωνα με το Τυπικό της μονής, η Θεία Λειτουργία τελείται στο καθολικό στα ελληνικά και στα ρωσικά εκ περιτροπής, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα παρεκκλήσια μόνο στα ρωσικά.
Η μονή καταλαμβάνει τη δέκατη ένατη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 67 μοναχούς (2001). Εξαρτήματα της μονής είναι η σκήτη Μπογορόδιτσα, το μετόχι Χρωμίτσα, η Νέα Θηβαίδα ή Γουρνοσκήτη, και το Παλαιομονάστηρο.
Μονή Εσφιγμένου
Η μονή Εσφιγμένου είναι χτισμένη στα βορειοανατολικά της χερσονήσου του Άθω, στο μυχό ενός κόλπου. Απέχει με το καράβι από την Ιερισσό μιάμιση ώρα. Σύμφωνα με τη βυζαντινή παράδοση η μονή ιδρύθηκε από τη βυζαντινή αυτοκράτειρα Πουλχερία τον 5ο αι. Το σημερινό κτιριακό συγκρότημα άρχισε να δημιουργείται στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αι. Λόγω της θέσης της, δίπλα στη θάλασσα, η μονή υπέφερε πολύ από τις επιδρομές των πειρατών.
Κατά τη διάρκεια του 14ου αι. μάλιστα αλώθηκε τρεις φορές από πειρατές με αποτέλεσμα να πέσει σε παρακμή. Άρχισε να ανακάμπτει τον 17ο αι. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821 η Εσφιγμένου ήταν το ορμητήριο των Ελλήνων επαναστατών. Μάλιστα οι μισοί μοναχοί αποσχιματίστηκαν και πολέμησαν στις τάξεις του σώματος του Εμμανουήλ Παπά.
Το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στην ανάληψη του Σωτήρος. Χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 19ου αι. και τοιχογραφήθηκε την ίδια περίοδο. Το ξύλινο σκαλιστό τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε την ίδια περίοδο. Παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι όλες οι μικρές διακοσμητικές παραστάσεις δεν είναι ανάγλυφες, αλλά γλυπτές, που προεξέχουν ασυνήθιστα από το τέμπλο. Εντός του ναού βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Εισοδείων της Θεοτόκου και των Αρχαγγέλων.
Εκτός αυτών άλλα παρεκκλήσια μέσα στη μονή είναι αφιερωμένα στους Άγιους Κοσμά και Δαμιανό, Άγιο Άνθιμο, Άγιο Γεώργιο, Άγιους Κωνσταντίνο και Ελένη, Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, Άγιο Νείλο, Νείλο το Μυροβλήτη και τον Ιωάννη τον Ελεήμονα.
Ακριβώς απέναντι από το καθολικό είναι η τράπεζα, που στεγάζεται σε αυτόνομο κτίριο στην αυλή της μονής. Στον ενδιάμεσο χώρο βρίσκεται και η φιάλη για τον αγιασμό των υδάτων.
Στο καθολικό φυλάσσονται πολλά τίμια λείψανα αγίων. Στη βιβλιοθήκη της μονής που στεγάζεται πάνω από το νάρθηκα του καθολικού φυλάσσονται πολλά χειρόγραφα βιβλία και κειμήλια, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένα μέρος της σκηνής του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Η μονή Εσφιγμένου αποτελεί το καταφύγιο των ζηλωτών στο Άγιο Όρος. Οι μοναχοί δεν έχουν σχέσεις με άλλες μονές, δεν μνημονεύουν τον Πατριάρχη και τάσσονται κατά του διαλόγου με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες. Αν και δεν έχει κοινωνία με την αγιορείτικη κοινότητα, ωστόσο η μονή καταλαμβάνει βάσει του κανονισμού τη δέκατη όγδοη θέση στην ιεραρχία των μονών του Αγίου Όρους και κατοικείται από 90 μοναχούς (2001).
Μονή Φιλοθέου
Η μονή Φιλοθέου, απέχει περίπου μισή ώρα από τις Καρυές. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 530 μ. σε μια ωραία τοποθεσία με θέα μέχρι τη θάλασσα. Έχει μεγάλες δυνατότητες φιλοξενίας γι αυτό και αποτελεί από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους.
Η μονή ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 10ου αι. από κάποιο μοναχό Φιλόθεο. Για πολλούς αιώνες παρέμενε στην αφάνεια, όμως άρχισε να ανακάμπτει τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας. Τον 18ο αι. οι Έλληνες ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας δώρισαν στη μονή μεγάλα χρηματικά ποσά. Ως αποτέλεσμα των δωρεών χτίστηκαν ξενώνες, κελιά, το καθολικό, παρεκκλήσια, και το κτιριακό συγκρότημα της μονής πήρε τη σημερινή μορφή του.
Τον 18ο αι. μόνασε στη μονή Φιλοθέου ο Κοσμάς ο Αιτωλός και από αυτήν ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Βαλκανική χερσόνησο για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να χτίσει ναούς και σχολεία.
Το κτιριακό συγκρότημα της μονής είναι το τυπικό των αγιορείτικων μονών. Περιβάλλεται με συμπαγή τείχη και όλα τα κτίρια βλέπουν σε μια εσωτερική αυλή.
Στο κέντρο του αύλιου χώρου βρίσκεται το καθολικό, μπροστά του η φιάλη και ακριβώς απέναντι η Τράπεζα. Γύρω γύρω απλώνονται κτίρια που φιλοξενούν τα κελιά των μοναχών, αποθήκες, εργαστήρια, κλπ. ενώ υπάρχει και μια νεόχτιστη πτέρυγα, όπου στεγάζεται η βιβλιοθήκη της μονής.
Το καθολικό χτίστηκε το 1746 και τοιχογραφήθηκε τα επόμενα 30 χρόνια. Στο αριστερό εικονοστάσιο στην είσοδο του ναού βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Στον εσωνάρθηκα και στον εξωνάρθηκα βρίσκονται τοιχογραφίες από την Αποκάλυψη.
Εντός της μονής υπάρχουν τέσσερα παρεκκλήσια και εκτός της μονής έξι. Δυο είναι αφιερωμένα στους Αρχαγγέλους, στον Άγιο Ιωάννη Βαπτιστή, στην Αγία Μαρίνα (στο κωδωνοστάσιο), στους Σαράντα Μάρτυρες, στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο και στον Άγιο Νικόλαο.
Η Τράπεζα βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό. Χτίστηκε και εικονογραφήθηκε τον 16ο αι. Μεταξύ των κειμηλίων της μονής ξεχωρίζουν ένα τμήμα του Τιμίου Ξύλου, το δεξί χέρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και λείψανα άλλων αγίων. Επίσης στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 250 χειρόγραφοι κώδικες και δυο πατριαρχικά συγγίλια.
Η μονή καταλαμβάνει τη δωδέκατη θέση μεταξύ των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 62 μοναχούς.
Το καθολικό (μεγάλη) | Το καθολικό άποψη από το αρχονταρίκι |
Η είσοδος | Εσωτερική άποψη |
Η νέα πτέρυγα | Η φιάλη |
Η τράπεζα | Ο αρσανάς |
Μονή Κωνσταμονίτου
Η μονή Κωνσταμονίτου είναι κτισμένη σε μια δασωμένη χαράδρα σε υψόμετρο 200 μ. σε απόσταση 50 λεπτά από τον αρσανά της. Είναι αθέατη από την ακτή. Η ίδρυση της μονής δεν μπορεί να τοποθετηθεί με ακρίβεια. Πάντως άρχισε να αναφέρεται σε κείμενα του 11ου αι.
Άκμασε κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους λόγω της οικονομικής βοήθειας που δεχόταν από Βυζαντινούς αυτοκράτορες και Σέρβους πρίγκηπες. Τον 16ο αι. κάηκε από πυρκαγιά και έκτοτε απέμεινε στην αφάνεια μέχρι τις αρχές του 19ου αι., οπότε και άρχισε να ανακάμπτει χάρη σε μια δωρεά της Βασιλικής Κονταξή, συζύγου του Αλή πασά.
Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο τον Πρωτομάρτυρα. Κτίστηκε το 1867 με χρήματα που μάζεψαν οι μοναχοί Συμεών από τα Στάγειρα και ο Ιωσήφ ο Ξηροποταμίτης, στη θέση παλαιότερου ναού και ακολουθεί το τυπικό των αθωνικών καθολικών. Το κύριο υλικό κατασκευής είναι το αγιορείτικο μάρμαρο. Είναι εικονογραφημένη μόνο η κόγχη του ιερού και οι δυο πεσσοί δεξιά και αριστερά της κόγχης. Μέσα στο καθολικό φυλάσσονται οι θαυματουργές εικόνες του Αγίου Στεφάνου και της Παναγίας Αντιφωνήτριας.
Η τράπεζα βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό, είναι μικρή και χωρίς εικονογράφηση. Εντός της μονής βρίσκονται τα παρεκκλήσια της Παναγίας, του Αγίου Κωνσταντίνου, των Αγίων μαρτύρων και του Αγίου Νικολάου. Γύρω από τη μονή υπάρχουν παρεκκλήσια αφιερωμένα στους Αρχαγγέλους, στην Αγία τριάδα, στην Παναγούδα, και στον Άγιο Αντώνιο και στον Άγιο Νικόλαο. Στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσονται 100 κώδικες.
Η μονή κατατάσσεται εικοστή στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και κατοικείται από 38 μοναχούς. Τα εξαρτήματα της μονής είναι το αντιπροσωπείο στις Καρυές και δυο καθίσματα κοντά στη μονή.
Άποψη της μονής (μεγάλη) | Εσωτερική άποψη |
Το καθολικό | Το αρχονταρίκι |
Το αρχονταρίκι (εσωτερική άποψη) | Τα κελιά των μοναχών |
Σκήτη Αγίας Άννας
Η σκήτη της Αγίας Άννας αποτελεί εξάρτημα της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη σκήτη του Αγίου Όρους. Ιδρύθηκε στα τέλη του 17ου αι. από μοναχούς που έφθασαν στην περιοχή το 1686 με σκοπό να προστατεύσουν το αριστερό πόδι της Αγίας Άννας, μητέρας της Παναγίας, που μετέφεραν μαζί τους. Η περιοχή είναι ορεινή αλλά εύφορη στους πρόποδες του Άθω.
Οι περισσότερες καλύβες της σκήτης είναι χτισμένες σε υψόμετρο 300 μ.
Πρόκειται για σκήτη που ακολουθεί τον ιδιόρρυθμο μοναστικό βίο. Αποτελείται από 51 καλύβες που, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατοικούνταν από 85 μοναχούς, άλλοι από τους οποίους ασχολούνται με το ψάρεμα και τη γεωργία, άλλοι με την αγιογραφία και την ξυλογλυπτική και άλλοι με την παραγωγή θυμιάματος και μικροτεχνίας.
Το κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Αγία Άννα. Χτίστηκε και αγιογραφήθηκε το 1754. Στο ναό φιλοξενούνται τα λείψανα πολλών μαρτύρων της Εκκλησίας. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και ο τάφος του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, Ιωακείμ Γ'.
Η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας είναι χτισμένη σε μια βραχώδη και άνυδρη περιοχή μεταξύ της σκήτης της Αγίας Άννας και των Καρουλιών. Ιδρύθηκε τον 17ο αι., από μοναχούς που εγκαταβίωναν προηγουμένως στη σκήτη της Αγίας Άννας. Οι μοναχοί ασχολούνται με την αγιογραφία, τη μικροτεχνία και την ξυλογλυπτική. Οι σημαντικότεροι αγιογραφικοί οίκοι είναι του Κάρτσωνα και του Ανανία. Πολύ κοντά στη σκήτη βρίσκεται το σπήλαιο, όπου μόνασαν οι όσιοι Διονύσιος orator και Μητροφάνης, οι πρώτοι ερημίτες στην περιοχή.
Σκήτη Αγίου Ανδρέα
Πολύ κοντά στις Καρυές, δίπλα στο δρόμο που συνδέει τις Καρυές με τη Δάφνη, βρίσκεται η σκήτη του Αγίου Ανδρέα, πιο γνωστή ως Σεράι. Ονομάζεται σκήτη, διότι σύμφωνα με την παράδοση και τον κανονισμό του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατό να ιδρυθούν νέες μονές, στη μετά το Βυζάντιο εποχή. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα που ακολουθεί την αρχιτεκτονική των αγιορείτικων μονών, δηλαδή περιβάλλεται από υψηλά κτήρια, τα οποία βλέπουν σε μια εσωτερική αυλή. Στο κέντρο της αυλής ορθώνεται το καθολικό.
Το καθολικό, αφιερωμένο στον Άγιο Ανδρέα, χτίστηκε το 1867 στο τυπικό των καθολικών του Αγίου Όρους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ναό στο Άγιο Όρος, με ύψος 30 μ. και μήκος 60 μ. Στο εσωτερικό του ναού φυλάσσεται το σκήνωμα του Αγίου Ανδρέα.
Η σκήτη του Αγίου Ανδρέα κτίστηκε στη θέση παλιότερου κελιού με την ηθική και οικονομική βοήθεια των τσάρων της Ρωσίας. Στη σκήτη εγκαταβίωναν πολλοί Ρώσοι μοναχοί, οι οποίοι στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανέρχονταν σε 700 άτομα. Όμως η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία διέκοψε τη μετακίνηση των μοναχών προς τη σκήτη και την οδήγησε μαρασμό.
Σήμερα στη σκήτη εγκαταβιώνει αδελφότητα 16 Ελλήνων μοναχών, που προέρχονται από τη μονή Φιλοθέου, η οποία μεταξύ άλλων φροντίζει για τη συντήρηση και την επανάχρηση των κτηρίων.
Γενική άποψη (μεγάλη) | Η είσοδος |
Εσωτερικού του καθολικού | Εσωτερική άποψη |
Σκήτη Αγίου Παντελεήμονος
Η σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος αποτελεί εξάρτημα της Μονής Κουτλουμουσίου, από την οποία απέχει μισή ώρα περπάτημα. Ιδρύθηκε το 1785 από τον ιερομόναχο Χαράλαμπο, σε μια άνυδρη περιοχή στη θέση ενός παλαιότερου κελιού. Το κυριακό που χτίστηκε το 1790 είναι αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Ένα μέρος του τοιχογραφήθηκε το 1868. Δίπλα στο ναό του κυριακού υπάρχει ένα τριώροφο κωδωνοστάσιο, η τράπεζα και το αρχονταρίκι.
Σήμερα η σκήτη είναι ιδιόρρυθμη και αποτελείται από 23 καλύβες. Σε κάποιες από αυτές τις καλύβες κατοικούν 20 μοναχοί που ασχολούνται με τη γεωργία και τη χειροτεχνία.
Γενική άποψη (μεγάλη) | Το κυριακό (εσωτερική άποψη) |
Το κυριακό | Ο ξενώνας στο κυριακό |
Σκήτη Μπογορόδιτσα
Η σκήτη Μπογορόδιτσα αποτελεί εξάρτημα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Βρίσκεται σε μια χαράδρα μεταξύ της σκήτης του Προφήτη Ηλία και της Μονής Βατοπεδίου. Είναι χτισμένη στη θέση της προυπάρχουσας μονής Ξυλουργού.
Το καθολικό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Assumption της Παναγίας. Επίσης υπάρχουν παρεκκλήσια αφιερωμένα στον
Κατοικείται από ένα Ρώσο μοναχό.
Σήμανση | Εσωτερική άποψη από τον κύριο ναό |
Η τράπεζα | Αγριογούρουνα κοντά στη σκήτη |
Γενική άποψη | Η πτέρυγα των κελιών |
Το τέμπλο |
Σκήτη Ευαγγελισμού
Η ελληνική σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αποτελεί εξάρτημα της Μονής Ξενοφώντος. Ιδρύθηκε το 1766 από τον ιερομόναχο Συλβέστρο και τους μοναχούς Εφραίμ και Αγάπιο.
Το κυριακό της σκήτης χτίστηκε και τοιχογραφήθηκε την ίδια χρονολογία με την υπόλοιπη σκήτη. Είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η σκήτη φιλοξενεί αρκετά λείψανα αγίων και στη βιβλιοθήκη της υπάρχουν 360 χειρόγραφα.
Σήμερα στη σκήτη υπάρχουν 22 καλύβες. Σε κάποιες από αυτές κατοικούν 10 Έλληνες μοναχοί που ασχολούνται με τη γεωργία και την παραγωγή θυμιάματος. Ακολουθούν τον ιδιόρρυθμο μοναστικό βίο.
Άποψη από τη θάλασσα |
Σκήτη Προφήτη Ηλία
Η κοινοβιακή σκήτη του Προφήτη Ηλία αποτελεί εξάρτημα της Μονής Παντοκράτορος. Σήμερα κατοικείται από 12 Έλληνες μοναχούς. Μέχρι τα μέσα του 18ου αι. στην περιοχή υπήρχαν κελιά ησυχαστών μοναχών. Το 1757 ο Ουκρανός μοναχός Παίσιος Βελιτσκόφσκι με άλλους Ουκρανούς και Μολδαβούς μοναχούς εγκαταστάθηκε στην περιοχή και αφιερώθηκε στο πνευματικό έργο. Τα κελιά πολλαπλασιάστηκαν και το 1839 ιδρύθηκε η ρωσική σκήτη του Προφήτη Ηλία. Μέχρι το 1903 η σκήτη απολάμβανε την αμέριστη ηθική και υλική συμπαράσταση των τσάρων της Ρωσίας, συμπαράσταση που οδήγησε στη δημιουργία ενός εντυπωσιακού κτηριακού συγκροτήματος και ενός τεράστιου ναού.
Το καθολικό της μονής αποπερατώθηκε το 1903. Είναι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία, την Αγία Αλεξάνδρα και τον Απόστολο Ανδρέα. Εσωτερικά έχει πλούσια διακόσμηση, χωρίς τοιχογραφίες.
Στη σκήτη υπάρχουν τρία ακόμη παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Μητροφάνη και στους Άγιους Θεοπατέρες, στον Άγιο Νικόλαο επίσκοπο Μύρων και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η σκήτη φιλοξενεί τις θαυματουργές εικόνες Weaping Mother of God και της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας, πολλά αντικείμενα αξιόλογης χειροτεχνίας και μια πλούσια βιβλιοθήκη. Επίσης λειτουργεί μουσείο με τα περισσότερα αντικείμενα που βρέθηκαν στη μονή από την εποχή των Ρώσων μοναχών.
Γενική άποψη (μεγάλη) | Το καθολικό |
Το καθολικό | Ο ξενώνας |
Άποψη εσωτερικού | Άποψη της σκήτης |
Το μουσείο της σκήτης |
Σκήτη Τιμίου Προδρόμου
Γενική άποψη (μεγάλη) | Το κυριακό |
Εξωτερική άποψη | Ο εξωνάρθηκας του καθολικού |
Κελί στην άκρη της ερήμου | Με θέα το Αιγαίο |
Κελί στην έρημο | Το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου |
Το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου |
Νέα Σκήτη
Η Νέα Σκήτη αποτελεί εξάρτημα της Μονής Αγίου Παύλου. Βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, μεταξύ της μονής Αγίου Παύλου και της σκήτης της Αγίας Άννας. Ιδρύθηκε το 18ο αι. αλλά η περιοχή κατοικούνταν από την αρχαιότητα, όπως δείχνουν οι τάφοι, τα νομίσματα και άλλα αντικείμενα που βρίσκονται κατά καιρούς.
Σήμερα η Νέα Σκήτη ακολουθεί τον ιδιόρρυθμο κοινοβιακό βίο. Αποτελείται από 28 καλύβες που κατοικούνται από 40 μοναχούς, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και τη γεωργία.
Το κυριακό χτίστηκε το 1760. Είναι αφιερωμένο στη Nativity της Παναγίας. Η βιβλιοθήκη της σκήτης φιλοξενεί 200 χειρόγραφα και 500 παλαιά έντυπα βιβλία.
Γενική άποψη από τη θάλασσα (μεγάλη) | Ο ναός στο κυριακό της σκήτης |
Ο ναός στο κυριακό της σκήτης | Κελί και ο πύργος της σκήτης |
Κελί | Κελί |
Κελί |
ΠΗΓΗ: Μακεδονική κληρονομιά www.imma.edu.gr