Στάδιο Μαρακανά, Βραζιλία. Παγκόσμιο
Κύπελλο 1950. Οι Βραζιλιάνοι μόλις τελείωσαν το κτίσιμο του μεγαλύτερου
σταδίου έως τότε στον κόσμο χωρητικότητας 200.000 ατόμων. Του Μαρακανά. “Η
Βραζιλία έχει πια το μεγαλύτερο και τελειότερο στάδιο του κόσμου, το
οποίο εξυμνεί τις ικανότητες του λαού της και την πρόοδό της σε κάθε
κλάδο της ανθρώπινης δραστηριότητας”.
Με αυτόν τον τρόπο υποδεχόταν
η εφημερίδα “A Noite” την ανέγερση του κολοσσιαίου γηπέδου. Έχοντας
μια αξιοζήλευτη ομάδα πιστοποιώντας στα προηγούμενα ματς ότι είναι οι
καλύτεροι στον κόσμο όλοι περίμεναν έναν υγιεινό περίπατο για την
κατάκτηση του πρώτου τους τροπαίου. Και όλα αυτό έδειχναν. Στα εγκαίνια
του Μαρακανά, στο πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου συνέτριψαν το
Μεξικό με 4-0, ενώ είχαν και πέντε δοκάρια. Περάσαν από τον πρώτο όμιλο
και στην τελική φάση θα αντιμετώπιζαν την Ισπανία,
την Σουηδία και την
Ουρουγουάη σε έναν όμιλο όπου ο πρώτος θα έπαιρνε το Κύπελλο χωρίς
νοκ άουτ αγώνες. Η Βραζιλία ήταν η καλύτερη ομάδα και έπαιζε στην έδρα
της. Διέλυσε την Σουηδία με 7-1 και την Ισπανία με 6-1 και χρειαζόταν
μια μόνο ισοπαλία με την Ουρουγουάη στον τελευταίο αγώνα για να σηκώσει
μπροστά σε 200.000 εκστασιασμένους Βραζιλιάνους το πρώτο της Παγκόσμιο
Κύπελλο.
Οι Βραζιλιάνοι, όπως οι ίδιοι
υποστηρίζουν, γεννήθηκαν για να παίζουν ποδόσφαιρο. Είναι στο αίμα τους,
στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους. Το ματς αυτό, θα ήταν ένα ματς
που θα τους σημαδεύει για πάντα.
Παρόλο που έφτανε η ισοπαλία, κανείς
στο Ρίο δεν περίμενε τίποτα λιγότερο από μια νίκη. Η εφημερίδα Mundo
έγραφε την ημέρα του παιχνιδιού “αυτοί είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές”
και είχε την φωτογραφία της εθνικής Βραζιλίας. Η εφημερίδα “Gazeta
Esportiva” έγραφε: “Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη”. Ο δήμαρχος του Ρίο απευθύνθηκε στο ίδιο mood προς τους παίκτες, πριν τον αγώνα: “Εσάς,
τους ποδοσφαιριστές που σε λιγότερο από δύο ώρες εκατομμύρια
συμπατριώτες σας θα σας επευφημούν ως παγκόσμιους πρωταθλητές! Εσάς που
δεν έχετε αντίπαλο και θα υπερνικήσετε κάθε ανταγωνιστή, από τώρα σας
χαιρετίζω ως νικητές!”.
Οι Βραζιλιάνοι ετοιμάζονταν για τα δικά τους πανηγύρια που ο εξαθλιωμένος λαός τα είχε τόσο πολύ ανάγκη.
Στο στρατόπεδο της Ουρουγουάης διατηρούσαν το κεφάλι χαμηλά αλλά το φρόνημα υψηλά. Σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα η εμβληματική μορφή του Ομπντούλιο Βαρέλα. Σύμφωνα με τον Τεξέιρα Χάιζερ στο βιβλίο του “The Tough Game of the World Cup” όταν ο θρυλικός αρχηγός της “Σελέστε” είδε τα διθυραμβικά πρωτοσέλιδα το πρωί της μέρας του τελικού, αφού μάζεψε κάθε εφημερίδα τα αράδιασε μπροστά στους συμπαίκτες του καλώντας τους να τα κατουρήσουν.
Επισήμως στο Μαρακανά την ημέρα του
παιχνιδιού βρίσκονταν 173.850 θεατές αλλά στην πραγματικότητα ήταν πάνω
από 200.000.
Ο εκνευρισμός ήταν τόσο μεγάλος που ο παίχτης της Ουρουγουάης Πέρες είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Άλλοι έγραψαν ότι κατουρήθηκε. Στο 28 του παιχνιδιού έγινε κάτι που ίσως σημάδεψε την ψυχολογία των Ουρουγουανών που μέχρι τότε είχαν κλειστεί στα καρέ τους με τους Βραζιλιάνους να σφυροκοπάνε ανελέητα. Ο Βαρέλα, αρχηγός της Ουρουγουάης έριξε μια γροθιά στον Μπιγκόντε τον αριστερό μπακ της Βραζιλίας. Και οι δύο παίχτες συμφώνησαν ότι δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα σπρώξιμο από αυτά που συμβαίνουν στα παιχνίδια αλλά για τους Βραζιλιάνους ήταν η στιγμή που ο φόβος κατέλαβε τον Μπιγκόντε. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής του, για τον κόσμο ήταν ένας “δειλός”.
Ο εκνευρισμός ήταν τόσο μεγάλος που ο παίχτης της Ουρουγουάης Πέρες είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Άλλοι έγραψαν ότι κατουρήθηκε. Στο 28 του παιχνιδιού έγινε κάτι που ίσως σημάδεψε την ψυχολογία των Ουρουγουανών που μέχρι τότε είχαν κλειστεί στα καρέ τους με τους Βραζιλιάνους να σφυροκοπάνε ανελέητα. Ο Βαρέλα, αρχηγός της Ουρουγουάης έριξε μια γροθιά στον Μπιγκόντε τον αριστερό μπακ της Βραζιλίας. Και οι δύο παίχτες συμφώνησαν ότι δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένα σπρώξιμο από αυτά που συμβαίνουν στα παιχνίδια αλλά για τους Βραζιλιάνους ήταν η στιγμή που ο φόβος κατέλαβε τον Μπιγκόντε. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής του, για τον κόσμο ήταν ένας “δειλός”.
Δύο λεπτά μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου έγινε σεισμός στο Μαρακανά. Ο σπίκερ Λουίζ Μέντες φώναξε:“GOOOOOOOOAAALLL DO BRASIIIIIILLLL!” Ο
Φριάσα είχε κάνει το 1-0 και η Βραζιλία είχε αγκαλιάσει το Παγκόσμιο
Κύπελλο. Στο 66 ήρθε το χτύπημα. Ο Βαρέλα έδωσε στον Γκίτζια, εκείνος
στον Σκιαφίνο και εκείνος στα δίχτυα του Μπαρμπόζα, του τερματοφύλακα
της Βραζιλίας. Η Ουρουγουάη είχε ισοφαρίσει. Ο μύθος λέει
ότι ο Σκιαφίνο, ο οποίος είχε ινδιάνικες ρίζες, την προηγούμενη του
αγώνα έμεινε ξάγρυπνος να αυτοσυγκεντρώνεται και να προσεύχεται στους
προγόνους του. Αλλά ακόμα κι έτσι η Βραζιλία ήταν Πρωταθλήτρια, αρκεί να
κράταγε έστω την ισοπαλία. Όμως το καθαρό μυαλό δεν υπήρχε στους
παίκτες του Φλάβιο Κόστα, και η Ουρουγουάη είχε πάρει τα ηνία του ματς.
Έτσι, στο 79′ συνέβη. Ο Γκίτζια μπήκε από πλάγια, αιφνιδίασε τον
Μπαρμπόζα που νόμισε ότι θα δώσει πάσα και έκανε το 1-2.
Το αδιανόητο
είχε συμβεί. Η Ουρουγουάη και όχι η Βραζιλία έπαιρνε το Παγκόσμιο
Κύπελλο. “Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ” είχε
πει ο Αλσίδες Γκίτζια. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. 200.000 άτομα πάγωσαν
στις θέσεις τους ζώντας τον απόλυτο εφιάλτη. Η Βραζιλία, είχε ηττηθεί
μέσα στο ίδιο της το σπίτι κάνοντας θρύψαλα τα όνειρα ενός λαού που
κραύγαζε την ανάγκη για ανόρθωση του ηθικού του.
Η Ουρουγουάη γινόταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της την ίδια στιγμή που η Βραζιλία βυθιζόταν στο δικό της μαρτύριο. Το γκολ αυτό έφερε μια
σειρά τραγικών συνεπειών. Στο Μαρακανά, δύο άτομα πήδηξαν από τις
κερκίδες. Πολλοί πέθαναν από καρδιακή προσβολή. Ο κόσμος θρηνούσε.
Κυριολεκτικά. Η γρουσούζικη εμφάνιση του τελικού δεν ξαναφορέθηκε ποτέ. Την άλλη μέρα, οι εφημερίδες που την προηγούμενη θριαμβολογούσαν, το έγραψαν καθαρά. ”Nunca mais meu Brasil” (Ποτέ πια Βραζιλία μου).
Κυριολεκτικά. Η γρουσούζικη εμφάνιση του τελικού δεν ξαναφορέθηκε ποτέ. Την άλλη μέρα, οι εφημερίδες που την προηγούμενη θριαμβολογούσαν, το έγραψαν καθαρά. ”Nunca mais meu Brasil” (Ποτέ πια Βραζιλία μου).
Τραγικός ήρωας ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας, Μπαρμπόζα. Από τη στιγμή που ο Γκίτζια σκόραρε εκείνο το καταραμένο νικητήριο γκολ της Ουρουγουάης ξεκίνησε η τραγωδία του. Έγινε το εξιλαστήριο θύμα. Δεν τον άφησαν ποτέ να ξεχάσει. Οι δύο σχεδόν δεκαετίες που δούλεψε σαν υπάλληλος του Μαρακανά, του έφεραν ως δώρο τα ξύλινα δοκάρια του γηπέδου. Ένα μεσημέρι είχε καλέσει τους φίλους του για μπάρμπεκιου, και ξάφνου μια μυρωδιά λαδομπογιάς ήρθε στη μύτη όλων. Ο Μπαρμπόζα, έκαιγε τα δοκάρια που του σημάδεψαν την ψυχή. Παρόλα αυτά δεν εξιλεώθηκε. Αργότερα, όπως διηγείται ο ίδιος, συνέβη η χειρότερη στιγμή της ζωής του. Σε ένα σουπερμάρκετ, μια κυρία που τον αναγνώρισε είπε στον γιο της: “Βλέπεις αυτόν εκεί αγόρι μου; αυτός έκανε όλη την Βραζιλία να κλάψει”.
“Η μεγαλύτερη τιμωρία στη Βραζιλία είναι 30 χρόνια φυλακή, αλλά εγώ πληρώνω για κάτι που δεν είμαι υπεύθυνος, 50 χρόνια τώρα” είχε πει ο Μπαρμπόζα. Το 93′ δεν τον άφησαν να σχολιάσει έναν αγώνα που ήταν καλεσμένος και το ’94, στο Παγκόσμιο της Αμερικής, ο Ζαγκάλο δεν τον άφησε να δει τους παίχτες που τους είχε επισκεφτεί για να μην φέρει γρουσουζιά στην ομάδα. Πέθανε πάμφτωχος και μόνος από καρδιακή προσβολή, με τον ίδιο τρόπο που πέθαναν κάποιοι φίλαθλοι από το γκολ που δέχτηκε.
Η ήττα αυτή πονά διαχρονικά και σε τέτοιο βαθμό τους Βραζιλιάνους, γιατί η κατάκτηση του Κυπέλλου έμοιαζε ως η καλύτερη ευκαιρία για ένα έθνος που είχε προσφάτως επανακτήσει τη δημοκρατία του ύστερα από μιάμιση δεκαετία δικτατορίας, να ορθώσει ξανά ανάστημα. Η νίκη θα σήμαινε και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις ενός καταταλαιπωρημένου λαού που είχε ήδη τις δικές του πληγές. Οι βραζιλιάνοι διατήρησαν το φόβο ότι δεν έχουν πραγματικό σθένος για να πετύχουν κάτι σπουδαίο. Ο Άλεξ Μπέλος στο βιβλίο του “Futebol: A Brazilian way of life”, με μια φράση δίνει όλο το ζουμί: “Σήμερα, ο πόνος της τότε Βραζιλίας, ερμηνεύεται ως αναπόφευκτο βήμα στην ενηλικίωση του έθνους”. Το ποδόσφαιρο κλήθηκε να μπαλώσει τη φτώχεια, την εξαθλίωση, την ραγισμένη υπερηφάνεια και το κοινωνικό χάσμα της χώρας, τον ρατσισμό που μάστιζε και μαστίζει τη Βραζιλία. Δεν είναι τυχαίο που και οι τρεις ποδοσφαιριστές που οι φίλαθλοι θεωρούν ως τους βασικούς υπεύθυνους της ήττας, ήταν νέγροι.
Η Βραζιλία, μετά από αυτό, θα κατακτήσει πέντε Παγκόσμια Κύπελλα. Περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον. Η σημαία της το γράφει καθαρά: Ordem e Progresso. Δεν θα ξεχάσει, όμως ποτέ, μα ποτέ, την ήττα από την Ουρουγουάη. Το εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο ο δημοσιογράφος, Νέλσον Ροντρίγκεζ: “Κάθε έθνος έχει τη δική του αθεράπευτη εθνική καταστροφή, κάτι σαν τη Χιροσίμα στην Ιαπωνία. Η δική μας Χιροσίμα, ήταν η ήττα από την Ουρουγουάη το 1950″. Ήταν η Χιροσίμα τους. Και η λέξη του θα μείνει πάντα εκεί να τους το υπενθυμίζει είναι το MARACANAZO.