Το γνωστότερο μνημείο της Θεσσαλονίκης μαζί με το Λευκό Πύργο και ένα
από τα χαρακτηρηστικότερα της ύστερης αρχαιότητας, όταν η Θεσσαλονίκη
έγινε η πρωτεύουσα του καίσαρα Γαλέριου, είναι η αψίδα ή το θριαμβικό
τόξο του Γαλερίου, η λεγόμενη σήμερα Καμάρα. Πρόκειται στην αρχική του
μορφή για ένα οκτάπυλο με 4 κεντρικούς ογκώδεις πεσσούς, 4 δευτερεύοντες
στα πλάγια, ισάριθμα τόξα και χαμηλό σφαιροειδή θόλο. Σήμερα σώζονται
δύο κύριοι πεσσοί και ένας δευτερεύων, που συνδέονται με πλίνθινο τόξο.
Από τις αφηγήσεις των γεγονότων στις ανάγλυφες πλάκες
συμπεραίνεται ότι η αψίδα χτίστηκε το 305 μ.Χ. ύστερα από την οριστική νίκη του αυτοκράτορα Γαλέριου κατά των Περσών.
συμπεραίνεται ότι η αψίδα χτίστηκε το 305 μ.Χ. ύστερα από την οριστική νίκη του αυτοκράτορα Γαλέριου κατά των Περσών.
Ιστορικά εντάσσεται στην εποχή της ύστερης αρχαιότητας, και
συγκεκριμένα στην περίοδο της λεγόμενης Τετραρχίας, όταν ο Διοκλητιανός
πήρε στην αρχή ως συναυτοκράτορα το Μαξιμιανό και αργότερα, το 293 μ.Χ.,
το Γαλέριο και τον Κωνστάντιο Χλωρό (πατέρας του Μεγάλου
Κωνσταντίνου), ως Καίσαρες. Έτσι ιδρύθηκε η λεγόμενη Πρώτη Τετραρχία και
η αυτοκρατορία μοιράστηκε σε τέσσερα τμήματα. Ο Γαλέριος ήταν διοικητής
του τμήματος εκείνου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η ελληνική
χερσόνησος. Ως έδρα του είχε ορίσει αρχικά το Σίρμιο της Πανονίας (τη
σημερινή Μητροβίτσα στη Σερβία), αργότερα όμως προτίμησε τη Θεσσαλονίκη.
Μέσα στην πρώτη πενταετία του 4ου αιώνα μ.Χ. έκτισε στη Θεσσαλονίκη ένα
λαμπρό οικοδομικό συγκρότημα, τα ανάκτορα του.
Η αψίδα του Γαλερίου αποτελεί στοιχείο του γαλεριανού
συγκροτήματος στο νοτιοανατολικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της
Θεσσαλονίκης. Συνδεόταν με τα ανάκτορα του Γαλερίου (προς νότια) και με
τη Ροτόντα (προς βορρά). Στο σημείο που διασταυρώνονται οι δύο άξονες
κτίστηκε η αψίδα, της οποίας ο προορισμός δεν ήταν πρακτικός αλλά
αναμνηστικός και τιμητικός. Η κατασκευή της αψίδας βασίστηκε σε δύο
παράλληλους τοίχους, μήκους 37 μ. περίπου και πάχους 3,80 μ. (σώζεται ο
ένας σε μήκος 29 μ.). Οι δύο τοίχοι απείχαν 9 μ. ο ένας από τον άλλο και
άφηναν τρία ανοίγματα τοξωτά, ένα μεγάλο στο κέντρο, πλάτους 9,70 μ.
και δύο άλλα μικρότερα στα πλάγια, πλάτους 4,85 μ.
Οι τέσσερις κεντρικοί πεσσοί ήταν χτισμένοι από χοντρά μάρμαρα, ενώ ο πυρήνας ήταν επενδυμένος από άλλα μάρμαρα και χοντρές πλάκες. Πάνω στην κατασκευή αυτή ήταν προσαρμοσμένες οι μαρμάρινες πλάκες με τις ανάγλυφες διακοσμήσεις. Για την κατασκευή της υπόλοιπης αψίδας είχαν χρησιμοποιηθεί ακανόνιστες πέτρες
με ισχυρό κονίαμα και τούβλα για μια εξωτερική επένδυση πάχους 0,70 μ. Οι επιφάνειες των τοίχων, εκτός φυσικά των τεσσάρων κεντρικών πεσσών, καλύπτονταν από ορθομαρμαρώσεις ή κονιάματα. Οι προσόψεις του κεντρικού τμήματος της αψίδας κατέληγαν σε αετώματα. Κάτω από τα αετώματα και πάνω από κάθε πεσσό υπήρχε μια κόγχη και δίπλα σε κάθε κόγχη από ένα διακοσμητικό αστέρι μέσα σε κύκλο, κατασκευασμένο από τούβλα. Μέσα στις κόγχες ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Κατά πάσα πιθανότητα στις δύο κόγχες της νοτιοανατολικής κύριας πρόσοψης, υπήρχαν τα αγάλματα του Διοκλητιανού και του Γαλέριου, ενώ στη βορειοδυτική τα αγάλματα του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου Χλωρού.
Οι τέσσερις κεντρικοί πεσσοί ήταν χτισμένοι από χοντρά μάρμαρα, ενώ ο πυρήνας ήταν επενδυμένος από άλλα μάρμαρα και χοντρές πλάκες. Πάνω στην κατασκευή αυτή ήταν προσαρμοσμένες οι μαρμάρινες πλάκες με τις ανάγλυφες διακοσμήσεις. Για την κατασκευή της υπόλοιπης αψίδας είχαν χρησιμοποιηθεί ακανόνιστες πέτρες
με ισχυρό κονίαμα και τούβλα για μια εξωτερική επένδυση πάχους 0,70 μ. Οι επιφάνειες των τοίχων, εκτός φυσικά των τεσσάρων κεντρικών πεσσών, καλύπτονταν από ορθομαρμαρώσεις ή κονιάματα. Οι προσόψεις του κεντρικού τμήματος της αψίδας κατέληγαν σε αετώματα. Κάτω από τα αετώματα και πάνω από κάθε πεσσό υπήρχε μια κόγχη και δίπλα σε κάθε κόγχη από ένα διακοσμητικό αστέρι μέσα σε κύκλο, κατασκευασμένο από τούβλα. Μέσα στις κόγχες ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Κατά πάσα πιθανότητα στις δύο κόγχες της νοτιοανατολικής κύριας πρόσοψης, υπήρχαν τα αγάλματα του Διοκλητιανού και του Γαλέριου, ενώ στη βορειοδυτική τα αγάλματα του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου Χλωρού.
Η τέχνη των ανάγλυφων της Καμάρας είναι αφηγηματική και
συγχρόνως διακοσμητική. Το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι το πλήθος των
παραστάσεων και των μορφών. Για τη διακοσμητική επιδίωξη συχνά
παραβλέπονται οι φυσικές αναλογίες (ελέφαντες έχουν το ίδιο ύψος με τα
άλογα ή τα άλογα να είναι μικρότερα από τους ανθρώπους). Γενικά η τέχνη
των αναγλύφων αποβλέπει περισσότερο στις οπτικές αξίες παρά στις
πλαστικές. Ωστόσο τα ανάγλυφα της Καμάρας αποπνέουν ακόμη μια
ελληνιστική χάρη. Οι τεχνίτες των αναγλύφων πρέπει να ήταν Έλληνες.
Τούτο φαίνεται και από τις ελληνικές επιγραφές, που είναι χαραγμένες
ανάμεσα σε παραστάσεις των αναγλύφων: Ποταμός Τίγρις, Οικουμένη κλπ.
Στις 14 ζώνες του βόρειου πεσσού εικονίζονται μάχες και η πορεία του
Γαλέριου με το στρατό του προς τη χώρα των Περσών. Αντίθετα οι 14 ζώνες
του νότιου πεσσού προπαγανδίζουν τη στρατιωτική δύναμη του Γαλέριου και
την πολιτική ισχύ και ενότητα της Τετραρχίας, ως ένα σύστημα που μπορεί
να διοικήσει τον κόσμο.
Οι πρώτες στερεωτικές εργασίες έγιναν επί Τουρκοκρατίας (1889).
Το 1945 στερεώθηκε και υποθεμελιώθηκε ο βορειοανατολικός πεσσός. Το 1952
έγιναν σε ευρεία έκταση στερεωτικές και συντηρητικές εργασίες στις
επιφάνειες των δύο κεντρικών πεσσών. Το 1954 η στάθμη της Εγνατίας
κατέβηκε στο σημερινό επίπεδο και εμφανίστηκαν οι βάσεις των πεσσών.
Τέλος, η ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
πραγματοποίησε συντήρηση, στερέωση και καθαρισμό των μαρμάρινων
αναγλύφων κατά το διάστημα 1991-2001 λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του
μνημείου.