
Μπήκε εσωτερικός μαθητής στην Ιόνιο Σχολή, αλλά αποφοίτησε από το δημόσιο σχολείο «Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως» στο Παγκράτι. Από παιδί, είχε πολλές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Αγαπούσε την υποκριτική τέχνη και μάλιστα οργάνωσε με συνομήλικους εφήβους έναν ερασιτεχνικό και ψυχαγωγικό σύλλογο, τη «Νεολαία», με τον οποίο έδωσαν μερικές θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο Κοτοπούλη. Παράλληλα, του άρεσε πολύ η λογοτεχνία και από τα μαθητικά του χρόνια ακόμα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ίσως αυτό να ήταν και το εφαλτήριο της απόφασής του να ακολουθήσει θεωρητικές σπουδές, σπουδάζοντας νομικά στην Αθήνα και ολοκληρώνοντας με ένα μεταπτυχιακό πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.

Το 1930, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατάφερε να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει μηχάνημα ήχου στο Αλκαζάρ. Η επόμενη πρόκληση του Φίνου ήταν να κατασκευάσει ηχοληπτικό μηχάνημα, που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πρωτογενώς ομιλούσες ταινίες χωρίς ντουμπλαρισμένο ήχο. Αυτή η τεχνική φάνταζε αδύνατη ως και ουτοπική εκείνη την εποχή, αφού τα μέσα που διέθετε η χώρα μας ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» στο Καλαμάκι, παρέα με τους Σκούρα, Προβελέγγιο, Χλοΐδη, και τους αδελφούς Δριμαρόπουλους και όλοι μαζί, ακούραστοι εργάτες, πέτυχαν τον πολυπόθητο στόχο τους. Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού». Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, ενώ ο Φίνος, εκτός από υπεύθυνος για τα τεχνικά ζητήματα, ήταν και σκηνοθέτης της ταινίας, για πρώτη και τελευταία φορά. Αν και σήμερα η συγκεκριμένη ταινία έχει ιστορική αξία, τα αποτελέσματα τότε δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία δεν ήταν ικανή να ανακόψει την πορεία του μεγάλου δημιουργού.
Tο πάθος του για δημιουργία και το όραμά του για σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα χαλυβδωθούν ακόμη περισσότερο, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν αντίξοες και τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα.
Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρα. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει. Πριν, όμως, προλάβει να θέσει σε λειτουργία τα νέα του σχέδια, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία στρατιωτική και συνάμα φονική μηχανή: αυτή του Άξονα του τρίτου Ράιχ. Την 28η Οκτωβρίου, οι Ιταλοί κηρύσσουν τον πόλεμο στη χώρα μας. Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο.

Οι Γερμανοί σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επέταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.
Η Ελλάδα βίωνε τη δυσκολότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Οι συνέπειες της κατοχής από τους Γερμανούς ήταν τραγικές. Η πείνα θέριζε όλη τη χώρα, άνθρωποι πέθαιναν από ασιτία, το ηθικό του λαού είχε καταρρακωθεί και οι Ναζί κατακτητές επιδείκνυαν υπέρμετρη σκληρότητα. Ο Φίνος είχε όραμα να κάνει σύγχρονο κινηματογράφο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες βέβαια ήταν τόσο αρνητικές, που για να σκεφτείς και μόνο να γυρίσεις ταινία χρειαζόταν να έχεις - εκτός από όραμα, θάρρος, τόλμη - και μπόλικη δόση θράσους. Διότι ακόμα κι αν είχες πίστη στις ικανότητες και την αντοχή σου, αψηφώντας όλες τις αντιξοότητες, πώς θα έπειθες κάποιον να επενδύσει χρήματα σε ένα εγχείρημα που έμοιαζε με τρέλα; Κι όμως ο Φίνος μαζί με τον Ιωαννόπουλο, σκέφτηκαν να γυρίσουν μια ταινία μεγάλου μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο που είχε γράψει ο ίδιος ο Ιωανόπουλος.

Αυτή τη φορά, οι κόποι των συντελεστών δικαιώθηκαν. Τα γυρίσματα της ταινίας «Η Φωνή της Καρδιάς» διήρκησαν περίπου ένα χρόνο και χρειαστήκαν πολλές θυσίες, θαυμαστή επιμονή και απαράμιλλη αντοχή από όλους τους συντελεστές της για να ολοκληρωθεί. Ο Φίνος, εκτός των άλλων, φρόντιζε και για τη σίτιση όλων όσων συμμετείχαν στα γυρίσματα. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα: ο Aιμίλιος Βεάκης. Μέχρι τότε, ο μεγάλος ηθοποιός είχε παίξει μόνο σε μια βουβή ταινία, την «Αστέρω».


κινηματογράφου REX στην οδό Πανεπιστημίου να γεμίζει ασφυκτικά. Μετά το τέλος της, οι θεατές ενθουσιασμένοι έκαναν λαμπαδηδρομία από τον κινηματογράφο μέχρι και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Οι Γερμανοί, ανήσυχοι στην αρχή, πλησίαζαν το πλήθος με τα αυτόματα στο χέρι, τα οποία κατέβασαν όταν επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία εκδήλωση ενθουσιασμού. Η ταινία έκανε εισπρακτικό πάταγο, κόβοντας 102.237 εισιτήρια στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που προβλήθηκε, ενώ οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η «Φωνή της Καρδιάς» αποτελεί την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τεράστια επιτυχία της ώθησε τον Φίνο να συνεχίσει και να ξεκινήσει τη συναρπαστική του πορεία, με το σήμα της FF να περάσει στη συνείδηση επτά γενεών Ελλήνων ως το απόλυτο σύμβολο της «Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου».
Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς...
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια αυτών των 33 χρόνων, ο Φίνος αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του. Δεν είχε κοινωνική ζωή και δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές εμφανίσεις και οι δημόσιες σχέσεις. Οι διασκεδάσεις και τα γλέντια ήταν μετρημένα. Δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από το κράτος, παρά το γεγονός ότι τον συνέδεε μακρά φιλία με τον επί χρόνια πρωθυπουργό εκείνης της περιόδου, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες.

Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες "τέχνης". Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο - κάτι που πέτυχε απόλυτα. Επιπλέον, είχε την ατυχία να χάσει πολλά χρήματα όσες φορές επένδυσε σε πιο "καλλιτεχνικές" παραγωγές τις οποίες είχε πιστέψει. Ωστόσο, πάντα βοηθούσε και στήριζε δημιουργούς, οι οποίοι είχαν βαθύτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Όπως έχει πει ο Νίκος Κούνδουρος: "Ο Φίνος συντηρούσε για μας, τις μηχανές και την υποδομή ολόκληρη. Και όταν λέω «μας» εννοώ έναν περιορισμένο κόσμο που κάναμε ένα άλλο είδος κινηματογράφου".
