Γήπεδο Τούμπας

Η Ιστορία του Ναού..

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Φιλοποίμην Φίνος όπως λέμε Ελληνικός κινηματογράφος



Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας του, αν και γιατρός, είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες. Είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ένα μέρος που αποτελεί σημείο αναφοράς στην πορεία του Φιλοποίμενα, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα ερεθίσματα της  έβδομης τέχνης, εκεί άρχισε να οραματίζεται...


Μπήκε εσωτερικός μαθητής στην Ιόνιο Σχολή, αλλά αποφοίτησε από το δημόσιο σχολείο «Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως» στο Παγκράτι. Από παιδί, είχε πολλές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Αγαπούσε την υποκριτική τέχνη και μάλιστα οργάνωσε με συνομήλικους εφήβους  έναν ερασιτεχνικό και ψυχαγωγικό σύλλογο, τη «Νεολαία», με τον οποίο έδωσαν μερικές θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο Κοτοπούλη. Παράλληλα, του άρεσε πολύ η λογοτεχνία και από τα μαθητικά του χρόνια ακόμα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ίσως αυτό να ήταν και το εφαλτήριο της απόφασής του να ακολουθήσει θεωρητικές σπουδές, σπουδάζοντας νομικά στην Αθήνα και ολοκληρώνοντας με ένα μεταπτυχιακό πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.

Από παιδί ακόμα αισθανόταν δέος μπροστά στα μηχανήματα του Αλκαζάρ, τη μαγεία και την έκφραση που ανέδιδαν στην κινηματογραφική εικόνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν εκεί ως μηχανικός προβολής. Στην καμπίνα προβολής του Αλκαζάρ σφυρηλατήθηκε η παθιασμένη σχέση του με τον κινηματογράφο και την τεχνική του. Αν και οι σπουδές του αποτελούσαν μεγάλο εφόδιο για λαμπρή καριέρα, ωστόσο δεν στάθηκαν ικανές να του σιγάσουν αυτό το πάθος και τη λαχτάρα του να κατακτήσει και να εξελίξει την εμβρυακή τότε έβδομη τέχνη στην Ελλάδα. Η ακαταμάχητη επιθυμία του να κάνει κτήμα του οτιδήποτε σχετιζόταν με το τεχνικό μέρος του κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επίμονη μελέτη φυσικής, οπτικής και μηχανικής, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και να τις εφαρμόζει διαλύοντας και ξανασυνθέτοντας κάθε μηχάνημα που έπεφτε στα χέρια του. Κάπως έτσι του βγήκε και το προσωνύμιο «Ο Κατσαβιδάκιας», αφού πάντοτε κουβαλούσε το αγαπημένο του κατσαβίδι για να επιδιορθώσει κάποια μηχανή.

Το 1930, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατάφερε να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει μηχάνημα ήχου στο Αλκαζάρ. Η επόμενη πρόκληση του Φίνου ήταν να κατασκευάσει ηχοληπτικό μηχάνημα, που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πρωτογενώς ομιλούσες ταινίες χωρίς ντουμπλαρισμένο ήχο. Αυτή η τεχνική φάνταζε αδύνατη ως και ουτοπική εκείνη την εποχή, αφού τα μέσα που διέθετε η χώρα μας ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Ο Φίνος δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και έβαλε πλώρη για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία!

Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» στο Καλαμάκι, παρέα με τους Σκούρα, Προβελέγγιο, Χλοΐδη, και τους αδελφούς Δριμαρόπουλους και όλοι μαζί, ακούραστοι εργάτες, πέτυχαν τον πολυπόθητο στόχο τους. Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού». Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, ενώ ο Φίνος, εκτός από υπεύθυνος για τα τεχνικά ζητήματα, ήταν και σκηνοθέτης της ταινίας, για πρώτη και τελευταία φορά. Αν και σήμερα η συγκεκριμένη ταινία έχει ιστορική αξία, τα αποτελέσματα τότε δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία δεν ήταν ικανή να ανακόψει την πορεία του μεγάλου δημιουργού. 

Tο πάθος του για δημιουργία και το όραμά του για σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα χαλυβδωθούν ακόμη περισσότερο, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν αντίξοες και τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα.  


Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρα. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει. Πριν, όμως, προλάβει να θέσει σε λειτουργία τα νέα του σχέδια, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία στρατιωτική και συνάμα φονική μηχανή: αυτή του Άξονα του τρίτου Ράιχ. Την 28η Οκτωβρίου, οι Ιταλοί κηρύσσουν τον πόλεμο στη χώρα μας. Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. 

Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη  σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και σε όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης...

Οι Γερμανοί σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επέταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.

Το καλοκαίρι του 1941, βρίσκει τον Φίνο στην Αθήνα εξουθενωμένο σωματικά και ψυχικά. Μέσα
στις πιο αντίξοες συνθήκες, με την Ελλάδα να ασφυκτιά υπό τη Γερμανική κατοχή, προσπαθεί να βρει το κουράγιο να ανασυνταχτεί. Το χειμώνα του ίδιου έτους κινηματογράφησε, μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Ιωαννόπουλο, την απογραφή του πληθυσμού για τις ανάγκες μίας ταινίας μικρού μήκους που εμπνεύστηκε ο ίδιος, στην οποία θα προβάλλονταν οι διαδικασίες του σύγχρονου τρόπου απογραφής. Η ταινία εμφάνιζε σημαντικές βελτιώσεις για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο σε εικόνα όσο και σε ήχο, αναπτερώνοντας το ηθικό του Φίνου, αφού μέσα σε τόσο δυσμενείς συνθήκες, κατάφερε να εξελίξει την ποιότητα της κινηματογράφησης.

Η Ελλάδα βίωνε τη δυσκολότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Οι συνέπειες της κατοχής από τους Γερμανούς ήταν τραγικές. Η πείνα θέριζε όλη τη χώρα, άνθρωποι πέθαιναν από ασιτία, το ηθικό του λαού είχε καταρρακωθεί και οι Ναζί κατακτητές επιδείκνυαν υπέρμετρη σκληρότητα. Ο Φίνος είχε όραμα να κάνει σύγχρονο κινηματογράφο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες βέβαια ήταν τόσο αρνητικές, που για να σκεφτείς και μόνο να γυρίσεις ταινία χρειαζόταν να έχεις - εκτός από όραμα, θάρρος, τόλμη - και μπόλικη δόση θράσους. Διότι ακόμα κι αν είχες πίστη στις ικανότητες και την αντοχή σου, αψηφώντας όλες τις αντιξοότητες, πώς θα έπειθες κάποιον να επενδύσει χρήματα σε ένα εγχείρημα που έμοιαζε με τρέλα; Κι όμως ο Φίνος μαζί με τον Ιωαννόπουλο, σκέφτηκαν να γυρίσουν μια ταινία μεγάλου μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο που είχε γράψει ο ίδιος ο Ιωανόπουλος. 

Σκοπός τους, δεν ήταν απλά να γυρίσουν την ταινία, αλλά να καταθέσουν όλο τους το μεράκι, το πάθος και τις τεχνικές γνώσεις του Φίνου, αποφεύγοντας συνάμα όλα τα λάθη της πρώτης εμπειρίας τους.  Όσο για τη χρηματοδότηση της ταινίας; Ο Γιώργος Καβουκίδης, φίλος του Φίνου, τους εμπιστεύτηκε! Όπως ο ίδιος είχε πει "Ο Φίνος είναι μια διάνοια και ένα δαιμόνιο μυαλό και τον θαυμάζω για όλες τις ευρεσιτεχνίες και τα τεχνολογικά του κατορθώματά". Παράλληλα, ήξερε ότι ο Φίνος ήταν αξιόπιστος και έντιμος. Έτσι, μπήκε συμπαραγωγός με 50% ποσοστό, με τον Φίνο να συμμετέχει με το υπόλοιπο 50%, διαθέτοντας ό,τι είχε και δεν είχε από χρήματα πουλώντας κάποια χωράφια του πατέρα του.

Αυτή τη φορά, οι κόποι των συντελεστών δικαιώθηκαν. Τα γυρίσματα της ταινίας «Η Φωνή της Καρδιάς» διήρκησαν περίπου ένα χρόνο και χρειαστήκαν πολλές θυσίες, θαυμαστή επιμονή και απαράμιλλη αντοχή από όλους τους συντελεστές της για να ολοκληρωθεί. Ο Φίνος, εκτός των άλλων, φρόντιζε και για τη σίτιση όλων όσων συμμετείχαν στα γυρίσματα. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα: ο Aιμίλιος Βεάκης. Μέχρι τότε, ο μεγάλος ηθοποιός είχε παίξει μόνο σε μια βουβή ταινία, την «Αστέρω». 


Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια τους, με κάποιους ήδη καταξιωμένους, όπως ο Αλέκος Λειβαδίτης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, και κάποιους άλλους που είχαν δείξει το ταλέντο τους και υπόσχονταν λαμπρή καριέρα, όπως ο Δημήτρης Χορν και η Καίτη Πάνου. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ και η επιτυχία της ήταν μεγαλειώδης. Όπως ο ίδιος ο Φίνος είχε τονίσει: «Η ταινία ήταν ένας εθνικός θρίαμβος». Και τα γεγονότα βεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.  Δεν ήταν μόνο ότι οι Έλληνες είδαν επιτέλους μία άρτια ομιλούσα ταινία και άψογη τεχνικά σε εικόνα και ήχο, αλλά αυτή η κατάκτηση ήρθε στην καρδιά της κατοχής, όπου η καταχνιά, η πείνα και ο θάνατος είχαν απλώσει το δίχτυ τους παντού. 

Η πρεμιέρα - στις 29 Μαρτίου 1943 - έμοιαζε με αντιστασιακό γεγονός, με την αίθουσα του
κινηματογράφου REX στην οδό Πανεπιστημίου να γεμίζει ασφυκτικά. Μετά το τέλος της, οι θεατές ενθουσιασμένοι έκαναν λαμπαδηδρομία από τον κινηματογράφο μέχρι και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Οι Γερμανοί, ανήσυχοι στην αρχή, πλησίαζαν το πλήθος με τα αυτόματα στο χέρι, τα οποία κατέβασαν όταν επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία εκδήλωση ενθουσιασμού. Η ταινία έκανε εισπρακτικό πάταγο, κόβοντας 102.237 εισιτήρια στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που προβλήθηκε, ενώ οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η «Φωνή της Καρδιάς» αποτελεί την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τεράστια επιτυχία της ώθησε τον Φίνο να συνεχίσει και να ξεκινήσει τη συναρπαστική του πορεία, με το σήμα της FF να περάσει στη συνείδηση επτά γενεών Ελλήνων ως το απόλυτο σύμβολο της «Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου». 

Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς...

Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια αυτών των 33 χρόνων, ο Φίνος αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του. Δεν είχε κοινωνική ζωή και δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές εμφανίσεις και οι δημόσιες σχέσεις. Οι διασκεδάσεις και τα γλέντια ήταν μετρημένα. Δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από το κράτος, παρά το γεγονός ότι τον συνέδεε μακρά φιλία με τον επί χρόνια πρωθυπουργό εκείνης της περιόδου, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες. 

Για αυτό, άλλωστε, δεν είχε κάνει περιουσία παρά μόνο ένα διαμέρισμα στο όνομα της πολυαγαπημένης του συντρόφου, Τζέλλας Βανάκου. Με την Τζέλλα παντρεύτηκε το 1947 στο σπίτι της μητέρας του (!) - επιτρεπόταν τότε - μουτζουρωμένος και αλαφιασμένος από τη δουλειά. Ήταν ζευγάρι από λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ κουμπάρος τους ήταν ο φίλος του Φίνου και αγαπημένος του συνεργάτης, Αλέκος Σακελάριος. Η Τζέλλα ήταν το απόλυτο στήριγμα του Φιλοποίμενα, παρά το γεγονός ότι στερήθηκε ανέσεις, πολυτέλειες και ψυχαγωγία. Η ίδια είχε πει «Όλη του τη ζωή την είχε δώσει και την είχε αφιερώσει στον κινηματογράφο και μόνο. Το σπίτι, η διασκέδαση, η ψυχαγωγία ήταν δεύτερο πλάνο για μας».

Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες "τέχνης". Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο - κάτι που πέτυχε απόλυτα. Επιπλέον, είχε την ατυχία να χάσει πολλά χρήματα όσες φορές επένδυσε σε πιο "καλλιτεχνικές" παραγωγές τις οποίες είχε πιστέψει. Ωστόσο, πάντα βοηθούσε και στήριζε δημιουργούς, οι οποίοι είχαν βαθύτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Όπως έχει πει ο Νίκος Κούνδουρος: "Ο Φίνος συντηρούσε για μας, τις μηχανές και την υποδομή ολόκληρη. Και όταν λέω «μας» εννοώ έναν περιορισμένο κόσμο που κάναμε ένα άλλο είδος κινηματογράφου".


Ο Φιλοποίμην Φίνος είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μας. Το έργο του αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο «μαζικής κουλτούρας», χωρίς αυτό να σημαίνει χαμηλή καλλιτεχνική στάθμη. Η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η αέναη αγάπη του κόσμου ανεξαρτήτως ηλικίας, που ψυχαγωγείται βλέποντας ακούραστα ξανά και ξανά αυτές τις ταινίες. Όπως, άλλωστε, έχει πει και ο ίδιος "Στο τέλος μιλάει το πανί". ΠΗΓΗ